Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Οι εκ­κλη­σί­ες της Ε­νο­ρί­ας του Σμαρ­δά­κι­του σή­με­ρα α­νέρ­χο­νται σε 7: ο ε­νο­ρια­κός να­ός του Α­γί­ου Α­ντω­νί­ου, το Κοι­μη­τή­ριο του Α­γί­ου Σιλ­βέστρου, ο Ά­γιος Α­ντώ­νιος ο ε­ρη­μί­της, ο Ά­γιος Μι­χα­ήλ στην το­πο­θε­σί­α “Γκντά”, οι Ά­γιοι Α­νάρ­γυ­ροι στην το­πο­θε­σί­α
“Ρό­χοι”, ο Ά­γιος Ιω­άν­νης ο Ευαγγε­λι­στής στο χω­ριό, η Παναγία η επονομαζόμενη “Κάτω Κιουρά” και ο Ά­γιος Μι­χα­ήλ στο χω­ριό (οι δυο τε­λευ­ταί­ες εί­ναι ι­διω­τικές). Ό­πως, ό­μως, έ­χουν κα­τα­γρά­ψει οι εκ­θέ­σεις των ε­φη­με­ρί­ων του Σμαρ­δά­κι­του στους πε­ρα­σμέ­νους αιώ­νες και ό­πως ­μαρ­τυ­ρούν τα έγ­γρα­φα που δη­μο­σιεύ­ου­με στο δεύ­τε­ρο μέ­ρος αυ­τής της ερ­γα­σί­ας, οι εκ­κλη­σί­ες που α­νή­καν στην ε­νο­ρί­α ή σε ε­νο­ρί­τες του Σμαρ­δά­κι­του ή­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρες. Στη συ­νέ­χεια πα­ρου­σιά­ζου­με μια σύν­θε­ση των πλη­ρο­φο­ριών που έ­χου­με για αυ­τά τα εξωκκλήσια, α­πό τα μνη­μο­νευό­με­να έγ­γρα­φα.

α. Άγιος Σίλβεστρος, ενοριακό Κοιμητήριο
Η εκ­κλη­σί­α αυ­τή, α­φιε­ρω­μέ­νη στον πά­πα Ά­γιο Σιλ­βέ­στρο,[1] βρί­σκε­ται κτι­σμέ­νη λί­γα μέ­τρα έ­ξω α­πό το χω­ριό (στην έκθε­ση του 1797 ο­νο­μά­ζε­ται η το­πο­θε­σί­α “Κα­κό­νο­κτο”), δί­πλα στο δρό­μο που ο­δη­γού­σε στην πί­σω πλα­γιά του βου­νού “Ρό­χοι” και α­πό ε­κεί προς τα χω­ριά Σπη­λιά, την Κώ­μη και στα υ­πό­λοι­πα χω­ριά των Κά­τω Με­ρών.
Δεν γνω­ρί­ζου­με το πό­τε κτί­στη­κε, α­φού α­να­φέ­ρε­ται ως υ­πάρ­χου­σα στον πα­λαιό­τε­ρο κα­τά­λο­γο των ε­ξωκ­κλη­σιών της ε­νο­ρί­ας. Απ’ ό­τι φαί­νε­ται, αρ­χι­κά ή­ταν έ­να μι­κρό α­πλό εξωκ­κλή­σι, κτι­σμέ­νο στην ά­κρη ε­νός χω­ρα­φιού που μιας ε­ξαρ­χής α­νή­κε στην ενο­ρί­α. Στη συ­νέ­χεια ε­πι­κρά­τη­σε η ά­πο­ψη να δια­μορ­φω­θεί κα­τάλ­λη­λα ώ­στε να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί ως ε­νο­ρια­κό Κοι­μη­τή­ριο, ό­ταν στις αρ­χές του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να α­πα­γο­ρεύ­τη­κε η τα­φή των πι­στών μέ­σα στους ε­νο­ρια­κούς να­ούς. Δε μας εί­ναι γνω­στή η α­κρι­βής χρο­νο­λο­γί­α ού­τε για την α­πα­γό­ρευ­ση, αλ­λά ού­τε και για τις ερ­γα­σί­ες της δια­μόρ­φω­σης της εκ­κλη­σί­ας. Πά­ντως, λο­γι­κά, θα πρέ­πει να δε­χτού­με πως ό­λα αυ­τά συ­νέ­βη­καν στις αρ­χές του 19ου αιώ­να, α­φού στα 1795 που οι­κο­δο­μή­θη­κε ο νέ­ος ε­νο­ρια­κός να­ός του Αγ. Α­ντω­νί­ου, κα­τα­σκευά­στη­καν στο ε­σω­τε­ρι­κό του και τά­φοι, οι ο­ποί­οι και χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν[2]. Α­πό την άλ­λη μεριά, στο λη­ξιαρ­χι­κό Βι­βλί­ο Θα­νά­των που αρ­χί­ζει το 1843, ση­μειώ­νει στην πρώ­τη Πρά­ξη: “Στις 20 Μα­ΐ­ου 1843 πέ­θα­νε ο Ματ­θαί­ος Ρε­μούν­δος, το σώ­μα του ο­ποί­ου στις 21 του τρέ­χο­ντος ε­ντα­φιά­στη­κε στην εκ­κλη­σί­α του Α­γί­ου Σιλ­βέ­στρου”. Οι τά­φοι που κα­τα­σκευά­στη­καν ή­ταν 8, έ­νας α­πό τους ο­ποί­ους χρη­σί­μευε ως “αγ­γε­λι­κό μνή­μα”, δη­λα­δή για να ε­ντα­φιά­ζο­νται μό­νο τα μι­κρά παι­διά. Οι τά­φοι ή­ταν αρ­κε­τά βα­θείς λάκ­κοι, κτι­σμέ­νοι, αλ­λά ό­χι σε ε­πι­κοι­νω­νί­α μετα­ξύ τους, ό­που ε­ντα­φιά­ζο­νταν οι νε­κροί, τα ο­στά των ο­ποί­ων έ­βγα­ζαν ό­ταν πια ο τά­φος εί­χε γε­μί­σει και τό­τε τα με­τέ­φε­ραν ό­λα μα­ζί τα ο­στά σε κοι­νο­τάφιο. Οι τά­φοι εί­χαν δυο στό­μια, το πρώ­το (ε­σω­τε­ρι­κό) α­πό πέ­τρα και το άλ­λο (ε­ξωτε­ρι­κό) α­πό μάρ­μα­ρο, ώ­στε να σφρα­γί­ζουν με α­σβέ­στη α­ε­ρο­στε­γώς.
Ό­πως ση­μειώ­σα­με και πα­ρα­πά­νω, το 1976-78, η ε­νο­ρί­α σε συ­νερ­γα­σί­α με τον Σύλ­λο­γο των Σμαρ­δα­κια­νών της Α­θή­νας κατα­σκεύ­α­σαν νέ­ο υπαίθριο κοι­μη­τή­ριο, δί­πλα στην εκ­κλη­σί­α του Αγ. Σιλ­βέ­στρου, μα­ζί με έ­να σύγχρονο ο­στε­ο­φυ­λά­κιο, που να α­ντα­πο­κρί­νε­ται στις ση­με­ρι­νές α­νά­γκες.
Η ει­κό­να του Αγ. Σιλ­βέ­στρου κα­τα­σκευά­στη­κε α­πό λα­ϊ­κό ζω­γρά­φο στο δεύ­τε­ρο μι­σό του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να και χω­ρί­ζε­ται σε δυο ζώ­νες: στην ε­πά­νω ει­κο­νί­ζε­ται ο Ά­γιος Σιλ­βέ­στρος με τα αρ­χιε­ρα­τι­κά του άμ­φια και στη δεύ­τερη ζώ­νη ει­κο­νί­ζε­ται η Α­γί­α Φω­τει­νή (συ­νά­ντη­ση του Ι­η­σού με τη Σα­μα­ρεί­τισ­σα κο­ντά στο πη­γά­δι του Ια­κώβ). Στην εκ­κλη­σί­α αυ­τή τε­λεί­ται η Θ. Λει­τουρ­γί­α κά­θε χρό­νο την η­μέ­ρα την α­φιε­ρω­μέ­νη στους κε­κοι­μη­μέ­νους πι­στούς (2 Νο­εμ­βρί­ου), μα­ζί με τον α­για­σμό των τά­φων και την η­μέ­ρα της ε­ορ­τής του Α­γί­ου.


Μιας ε­ξαρ­χής που α­να­φέ­ρε­ται αυ­τή η εκ­κλη­σί­α κα­τα­γρά­φε­ται α­νά­με­σα σε ε­κεί­νες που α­νή­κουν στην ε­νο­ρί­α. Κτι­σμέ­νη μέ­σα σε αρ­κε­τά με­γά­λο ι­διό­κτη­το χω­ρά­φι στην το­πο­θε­σί­α “Χορ­δά­κια”, εί­ναι εμ­φα­νή τα ση­μεί­α της αρ­χαιό­τη­τάς της: το δά­πε­δό της, α­πό προσχώ­σεις εί­ναι κά­τω α­πό το ε­πί­πε­δο του χω­ρα­φιού και στο πί­σω μέ­ρος υ­πάρ­χουν υ­πο­λείμ­μα­τα α­πό πα­λαιά θε­μέ­λια άλ­λων κτι­σμά­των, τα ο­ποί­α δεν κα­τα­γράφο­νται στις ε­νο­ρια­κές εκ­θέ­σεις. Α­κό­μα, στη βό­ρεια πλευ­ρά της εκ­κλη­σί­ας δια­κρί­νε­ται στον ε­ξω­τε­ρι­κό τοί­χο κά­ποιο ση­μά­δι που θα μπο­ρού­σε να φα­νε­ρώνει πως το μι­κρό αυ­τό ε­ξωκ­κλή­σι ή­ταν κά­πο­τε με­γα­λύ­τε­ρο. Σήμερα το εκκλησάκι ανήκει στο ρυθμό της επιπεδόστεγης βασιλικής με πρόβολο (κρέμαση) και κτιστά εσωτερικά καθίσματα.
Η πα­λαιό­τε­ρη ει­κό­να του Α­γί­ου εί­χε σχε­δόν ε­ξα­φα­νι­στεί α­πό το χρόνο και α­πό την υ­γρα­σί­α. Για το λό­γο αυ­τό κα­τα­σκευά­στη­κε στη δε­κα­ε­τί­α του 1960-70 μια νε­ό­τε­ρη ει­κό­να α­πό τον τη­νια­κό ζω­γρά­φο Που­κα­μι­σά, που α­πει­κο­νί­ζει τον κοι­νο­βιάρ­χη Ά­γιο Α­ντώ­νιο α­νά­με­σα σε λο­γής ζώ­α, σύμ­φω­να με το βί­ο του. Ό­πως πα­λαιό­τε­ρα έ­τσι και σή­με­ρα τε­λεί­ται η Θ. Λει­τουρ­γί­α μια φο­ρά το χρόνο στη γιορ­τή του Α­γί­ου (17 Ια­νουα­ρί­ου). Πα­λαιό­τε­ρα υ­πήρ­χε και η υ­πο­χρέ­ω­ση να τε­λεί­ται και μια δεύ­τε­ρη Λει­τουρ­γί­α, κα­τά την ε­ορ­τή του Αγ. Α­πο­στό­λου Βαρθο­λο­μαί­ου. Α­πό το υ­πάρ­χον, τό­τε, α­μπέ­λι του χω­ρα­φιού (σή­με­ρα εί­ναι βο­σκή) προ­σφέ­ρο­νταν κρα­σί στα μέ­λη της α­δελ­φό­τη­τας του Αγ. Α­ντω­νί­ου στην ε­ορ­τή του Α­γί­ου. Έ­να δεύ­τε­ρο χω­ρά­φι που εί­χε η εκ­κλη­σί­α, πουλή­θη­κε για την α­νέ­γερση του νέ­ου ε­νο­ρια­κού να­ού, στα 1795.



γ. Άγιος Μιχαήλ, στον Γκντά
 Το μι­κρό αυ­τό ε­ξωκ­κλή­σι βρί­σκε­ται στην το­ποθε­σί­α “Γκντά” ή “Γκου­ντά”, στη μέ­ση σχε­δόν του βου­νού “Σι­ρό­χοι”, πά­νω α­πό τη λα­γκα­διά της Α­γιάς. Απ’ το ση­μεί­ο ε­κεί­νο δια­κρί­νε­ται α­πένα­ντι η νο­τια­να­το­λι­κή πλευ­ρά του βου­νού “Πα­τέ­λες”, η Α­ε­το­φω­λιά και η Κο­λυ­μπή­θρα. Η εκ­κλη­σί­α εί­ναι κτι­σμέ­νη μέ­σα σ’ έ­να μι­κρό χω­ρά­φι που σή­μερα εί­ναι πα­ραγ­καιριά και δεν α­πο­δί­δει τί­πο­τα.
Αυ­τό το ε­ξωκ­κλή­σι εί­ναι ι­διαί­τε­ρα πα­λαιό. Γύ­ρω του εί­ναι εμ­φα­νή τα ση­μά­δια άλ­λων πα­λαιών κτι­σμά­των, σπαρ­μέ­να α­πό σπα­σμέ­να πή­λι­να δο­χεί­α, και η ι­διό­μορ­φη οι­κο­δο­μή του φα­νε­ρώ­νει πως δια­φο­ρε­τι­κή πρέ­πει να ή­ταν πριν α­πό κά­ποιους αιώ­νες η ε­ξω­τε­ρι­κή του μορ­φή. Πε­ποί­θη­σή μου εί­ναι πως το μικρό αυ­τό ε­ξωκ­κλή­σι ή­ταν έ­να α­πό τα πολ­λά της πε­ριο­χής κα­τά τη βυ­ζα­ντι­νή περί­ο­δο, ό­ταν ε­κεί ζού­σαν ε­ρη­μί­τες, κά­ποιος α­πό τους ο­ποί­ους το χρη­σι­μο­ποιού­σε για την προ­σευ­χή του. Ε­κτός α­πό την α­μυ­δρή α­νά­μνη­ση κά­ποιου μό­νι­μου κα­τοί­κου της πε­ριο­χής (α­να­φέ­ρε­ται α­πλώς και μό­νο ως “Γκντα­διώ­της”), γε­νι­κό­τε­ρη εί­ναι η πε­ποί­θη­ση πως η πε­ριο­χή ή­ταν κά­πο­τε κα­τοι­κη­μέ­νη, πράγ­μα που ε­νι­σχύ­ε­ται και α­πό την ύ­παρ­ξη πη­γών και πο­λυά­ριθ­μων α­γρο­τι­κών κτισμά­των.
Ο Ά­γιος Μι­χα­ήλ α­νή­κει στον αρ­χι­τε­κτο­νι­κό ρυθ­μό της ε­πι­πε­δό­στε­γης βα­σι­λι­κής με ι­διαί­τε­ρα με­γά­λο πρό­βο­λο (κρέ­μα­ση), χω­ρίς πα­ρά­θυ­ρο (πράγ­μα που ί­σως να συμ­μαρ­τυ­ρεί για τη δια­φο­ρε­τι­κή αρ­χι­κή του μορ­φή), με κτι­σμέ­νη κόγχη ιε­ρού, πρό­σθε­τη Α­γ. Τρά­πε­ζα και κτι­στά ε­σω­τε­ρι­κά κα­θί­σμα­τα για τους πι­στούς. Κα­τεί­χε πέ­ντε μι­κρά κτή­μα­τα στις το­πο­θε­σί­ες Κα­λο­ρά­κι­νο (;), Πέ­ραμα, στη θά­λασ­σα, στον Ξη­ρό­κα­μπο και στον Γκντά, που δεν α­πέ­δι­δαν τί­πο­τα ε­πειδή ή­ταν βο­σκές (πα­ραγ­και­ριές) και το ε­ξωκ­κλή­σι το συ­ντη­ρού­σε τό­σο στις υ­ποχρε­ώ­σεις του (1 Λει­τουρ­γί­α το χρό­νο την η­μέ­ρα της γιορ­τής του, στις 29 Σε­πτεμβρί­ου), ό­σο και στην κτι­ρια­κή του συ­ντή­ρη­ση το ε­νο­ρια­κό τα­μεί­ο. Η ει­κό­να του Αγ. Μι­χα­ήλ εί­ναι πά­νω σε μου­σα­μά, α­χρο­νο­λό­γη­τη, αλ­λά πρέ­πει να κα­τα­σκευά­στη­κε στις αρ­χές του αιώ­να μας α­πό κά­ποιο λα­ϊ­κό ζω­γρά­φο.
Η συ­ντή­ρη­ση και α­να­πα­λαί­ω­ση της εκ­κλη­σί­ας, που αποτελούσε μια από τις ά­με­σες προ­τε­ραιό­τητες που έ­χει θέσει η ε­νο­ρια­κή ε­πι­τρο­πή στα 1995, έγινε δυο χρόνια αργότερα. Στον χώρο πλάγια του ναού, αλλά και κάτω από τον τοίχο και το δάπεδό του ανακαλύφτηκαν τάφοι άγνωστης εποχής. Διατηρήθηκαν με προσοχή σπαράγματα παλαιών τοιχογραφιών, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη χρονολόγηση του ναού ως έχει σήμερα. Όμως, είναι προφανές από τα υπολείμματα τοίχων ενσωματωμένων στον ναό, αλλά και από μια κόγχη που αποκαλύψαμε πίσω από την Αγ. Τράπεζα και τα υπολείμματα μιας άλλης, πως ο ναός είχε τελείως διαφορετικό προσανατολισμό απ’ αυτόν που έχει σήμερα και πως ο σημερινός ναός αποτελούσε, κατά πάσα πιθανότητα, μικρό μέρος παλαιότερου. Θα αποτολμούσαμε να υποθέσουμε πως ίσως να αποτελούσε τον ενοριακό ναό κάποιου βυζαντινού χωριού, πιθανόν γειτονικού στο χωριό Ρόχοι.



Το ε­πί­σης μι­κρό ε­ξωκ­κλή­σι των θε­ρα­πευ­τών Α­γί­ων Α­ναρ­γύ­ρων βρί­σκε­ται στην πλα­γιά του βου­νού “Ρό­χοι”, α­κο­λου­θώ­ντας το δρό­μο που ο­δη­γεί στην α­γρο­τι­κή πε­ρι­φέ­ρεια της πε­ριο­χής του Σμαρ­δά­κι­του, πιο πά­νω α­πό τον Γκντά. Η εκ­κλη­σί­α αυ­τή βρί­σκε­ται μέ­σα στο ι­διόκτη­το κτή­μα της, ε­πι­πε­δό­στε­γη, με ε­σω­τε­ρι­κά κτι­στά κα­θί­σμα­τα. Η αρχιτεκτονική της μορφή μας επιτρέπει να συμπεράνουμε πως είναι ιδιαίτερα παλαιά, κάτι που επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι καταγράφεται ανάμεσα στις εκκλησίες της ενορίας μιας εξαρχής. Ε­πι­σκευά­στηκε σχετικά πρό­σφα­τα, αλ­λά χω­ρίς α­να­πα­λαί­ω­ση και σή­με­ρα βρί­σκε­ται σε πο­λύ κα­λή κατά­στα­ση. Το πα­λαιό της ει­κό­νι­σμα, κατασκευασμένο στα 1871, τα­λαι­πω­ρη­μέ­νο α­πό το χρό­νο και την υ­γρασί­α, α­ντι­κα­τα­στά­θη­κε πρό­σφα­τα α­πό μια ει­κό­να που φι­λο­τέ­χνη­σε ο Σμαρ­δα­κια­νός Ιω­άν­νης Φώ­σκο­λος.
Οι υ­πο­χρε­ώ­σεις της α­νέρ­χο­νται μό­νο σε μια Λει­τουρ­γί­α το χρό­νο, που τελεί­ται στην ε­ορ­τή των Α­γί­ων Α­ναρ­γύ­ρων (26 Σε­πτεμ­βρί­ου) και στην ο­ποί­α συρ­ρέ­ουν ό­λοι οι κά­τοι­κοι του χω­ριού. Τη φροντίδα της εκκλησίας την έχει στις μέρες μας ο Ιωσήφ Αντ. Κρητικός.

 Η μι­κρή αυ­τή εκκλη­σού­λα βρί­σκε­ται κτι­σμέ­νη στην πρώ­τη εί­σο­δο του χω­ριού (στα “Φα­νά­ρια”). Τα έγ­γρα­φα που δη­μο­σιεύ­ου­με στη συ­νέ­χεια μας πλη­ρο­φο­ρούν πως όταν ι­δρύ­θη­κε αρχικά (ά­γνω­στο σε ποια ε­πο­χή και α­πό ποιον) ή­ταν α­φιε­ρω­μέ­νη στον Ά­γιο Ε­πι­φά­νιο[3]. Η εκ­κλη­σί­α αυ­τή πα­ρέ­μει­νε με αυ­τή την αρ­χι­κή ο­νο­μα­σί­α μέ­χρι τις αρ­χές του 19ου αιώ­να, ο­πό­τε και έ­γι­νε ρι­ζι­κή α­νακαί­νι­σή της. Το υ­πέρ­θυ­ρο μάρ­μα­ρο φέρει την ημερομηνία “1827 ΟΚΤΩ­ΒΡΙΟΥ 20”, αλλά εί­ναι η η­με­ρο­μη­νί­α ό­χι μό­νο της α­να­καί­νι­σης, αλ­λά και της με­το­νο­μα­σί­ας του να­ϊ­δρί­ου.

Η πρώ­τη φο­ρά που γί­νε­ται μνεί­α αυ­τού του ε­ξωκ­κλη­σί­ου στα έγ­γρα­φα του Α­ΚΤ εί­ναι η 1η Νο­εμ­βρί­ου του έ­τους 1700, ο­πό­τε οι κλη­ρο­νό­μοι του Πιέ­ρου Γα­βαλά α­πό το Σμαρ­δά­κι­το κα­τα­θέ­τουν στην ε­πι­σκο­πι­κή Γραμ­μα­τεί­α ό­τι ο­φεί­λουν να τε­λούν μια Λει­τουρ­γί­α το χρό­νο στην εκ­κλη­σί­α του Αγ. Ε­πι­φα­νί­ου για την ψυ­χή του πα­τέ­ρα τους, ύ­στε­ρα α­πό υ­πο­χρέ­ω­ση που τους ε­πέ­βα­λε ο ί­διος. Στο κεί­με­νο της δή­λω­σής τους[4] δεν φαί­νε­ται να εί­ναι ι­διο­κτή­τες του να­ού. Πά­ντως, στα 1831, έ­νας α­πό­γο­νός τους, ο Πέ­τρος Γα­βα­λάς, χω­ρίς και αυ­τός να φαί­νε­ται ως ι­διο­κτή­της, κα­τα­γρά­φει μια σει­ρά α­πό λε­γά­τα που έ­χει υ­πο­χρέ­ω­ση να τε­λεί στην πα­ρα­πά­νω εκ­κλη­σί­α. Συμπε­ρα­σμα­τι­κά, θα πρέ­πει να πού­με πως η εκ­κλη­σί­α αυ­τή α­νή­κε στην οι­κο­γέ­νεια Γα­βα­λά, η ο­ποί­α και την με­το­νό­μα­σε σε Ά­γιο Ιω­άν­νη, ό­ταν ε­γκα­τέ­λει­ψε μια άλλη ο­μώ­νυ­μη εκ­κλη­σί­α που εί­χε στα Πλα­τιά και με­τέ­φε­ραν μα­ζί και τις υ­ποχρε­ώ­σεις (βλ. πα­ρα­κά­τω).
Στις αρ­χές του 1982 ο ε­νο­ρια­κός να­ός α­να­γκά­στη­κε να α­να­λά­βει τη συ­ντή­ρηση και αυ­τής της εκ­κλη­σί­ας, με ά­δεια του τότε Αρ­χιε­πι­σκό­που Ιω­άν­νη Περ­ρή, επει­δή οι κλη­ρο­νό­μοι της εκ­κλη­σί­ας και της πε­ριου­σί­ας της, α­φού πού­λη­σαν τη δεύ­τε­ρη ε­γκα­τέ­λει­ψαν την πρώ­τη. Οι τε­λευ­ταί­οι ι­διο­κτή­τες α­να­φέ­ρο­νται ως κά­τοι­κοι του χω­ριού Κου­μά­ρου.

Το 1984 ο Πέ­τρος Ρε­μόν­δος, πρό­ε­δρος τό­τε του Συλ­λό­γου του Σμαρ­δάκιτου, με ά­δεια του Αρ­χιε­πι­σκό­που και της ε­νο­ρια­κής ε­πι­τρο­πής, α­νέ­λα­βε να ε­πι­σκευά­σει με δι­κά του έ­ξο­δα και να ε­ξο­πλί­σει την εκ­κλη­σί­α με κά­θε τι το α­πα­ραί­τη­το για τη Θ. Λα­τρεί­α, στη μνή­μη του πα­τέ­ρα του Κων­στα­ντί­νου. Α­πό δι­κή του πρω­το­βου­λί­α φρόντιζε κά­θε χρό­νο να τε­λεί­ται και μια Θ. Λει­τουρ­γί­α, ε­κτός α­πό ε­κεί­νη που τε­λεί ο ε­νο­ρια­κός να­ός κά­θε χρόνο στην ε­ορ­τή του Αγ. Ιω­άν­νη Α­πο­στό­λου και Ευαγ­γε­λι­στή (27 Δε­κεμ­βρί­ου). Μετά τον θάνατό του τη φροντίδα του ναού την έχει η Μαγδαληνή Φωσκόλου.
Η ει­κό­να του Α­γί­ου εί­ναι χω­ρι­σμέ­νη σε δυο ε­πί­πε­δα: στο ε­πά­νω μέ­ρος εικο­νί­ζε­ται η σκη­νή του δια­λό­γου του Ι­η­σού με τη Σα­μα­ρεί­τισ­σα (βλ. πα­ρα­κά­τω για τη σχέ­ση της οι­κο­γέ­νειας Γα­βα­λά με την εκ­κλη­σί­α της Αγ. Φω­τει­νής) και στο κά­τω μέ­ρος οι τέσ­σε­ρις Ευαγ­γε­λι­στές. Η ει­κό­να  εί­ναι ζω­γρα­φι­σμέ­νη α­πό λα­ϊ­κό ζω­γρά­φο πά­νω σε  με­ταλ­λι­κή ε­πι­φά­νεια, πι­θα­νό­τα­τα το 1827.

ζ. Ά­γιος Θω­μας, στο χωριό
Και αυ­τή η εκ­κλη­σί­α α­να­φέ­ρε­ται α­νά­με­σα σε ε­κεί­νες που α­νή­καν στον ε­νο­ρια­κό να­ό και βρι­σκό­ταν κτι­σμέ­νη μέ­σα στο χω­ριό του Σμαρ­δά­κι­του. Δεν α­να­φέ­ρε­ται σε κα­νέ­να έγ­γρα­φο ό­τι μπο­ρεί να εί­χε πα­λαιό­τε­ρα ι­διώ­τη κτή­το­ρα, αν και οι κλη­ρο­νό­μοι του Πέ­ρου Γα­βα­λά, κα­τά δή­λω­σή τους, εί­χαν υ­πο­χρέ­ω­ση να τε­λεί­ται σ’ αυ­τήν μια Λει­τουρ­γί­α κά­θε χρό­νο, στη γιορ­τή του Αγ. Θωμά (τότε στις 21 Δε­κεμ­βρί­ου) και να μοι­ρά­ζουν ως ε­λε­η­μο­σύ­νη στους ε­νο­ρί­τες, την ί­δια μέ­ρα, 14 μπου­κά­λια κρα­σί. Αυ­τές τις υ­πο­χρε­ώ­σεις τις εί­χε θε­σπί­σει ο πα­τέ­ρας τους, ο Πέ­ρος Γα­βα­λάς, για την ψυ­χή του[5]. Η ε­νο­ρί­α κα­τεί­χε δυο χω­ρά­φια, που ι­διο­κτή­της ή­ταν η εκ­κλη­σί­α του Αγ. Θω­μά και εί­χε υ­πο­χρέ­ω­ση να τε­λεί μια Λει­τουρ­γί­α το χρό­νο.
Ό­πως προ­α­να­φέρ­θη­κε, την εκ­κλη­σί­α αυ­τή την κα­τε­δάφισαν οι ε­νο­ρί­τες για να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν τις πέ­τρες στην α­νοι­κο­δό­μη­ση του νέ­ου τους ε­νορια­κού να­ού. Με­τέ­φε­ραν, ό­μως, τις υ­πο­χρε­ώ­σεις των λε­γά­των στο κε­ντρι­κό ιερό Βή­μα της νέ­ας εκ­κλη­σί­ας, ό­που α­πει­κό­νι­σαν, κο­ντά στον Ά­γιο Α­ντώ­νιο και τον Α­πό­στο­λο Θω­μά, που κρα­τά τη λόγ­χη του μαρ­τυ­ρί­ου του.

Η Πλακιανή είναι μια αγροτική τοποθεσία που βρίσκεται λίγο πριν την Καρδιανή. Την πρώ­τη φο­ρά που συ­να­ντού­με αναφορά στην εκ­κλη­σί­α της Α­γί­ας Φω­τει­νής εί­ναι στα 1652, στη δια­θή­κη του Γιώρ­γη Πι­πέ­ρη, στην ο­ποί­α έ­χου­με ήδη α­να­φερ­θεί πιο πάνω. Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πως α­να­φέ­ρε­ται ως “Α­γί­α Φω­τιά”, αλ­λά δεν εί­ναι σπά­νιο το γε­γο­νός, α­φού α­πα­ντά­ται η Α­γί­α Φω­τει­νή, με αυ­τή την ο­νο­μα­σί­α, σε πολ­λά μέ­ρη της Ελ­λά­δας και ι­διαί­τε­ρα στα νη­σιά, εκεί ό­που υ­πάρ­χουν εκ­κλη­σί­ες αφιε­ρω­μέ­νες στο ό­νο­μά της (Κρή­τη, Χί­ος, Λέ­σβος). Συ­γκε­κρι­μέ­να, ο Γ. Πι­πέ­ρης κατείχε στην πε­ριο­χή της Αγ. Φω­τει­νής μια α­λω­νί­στρα (= ο χώρος όπου βρισκόταν το αλώνι), την ο­ποί­α κλη­ρο­νο­μού­σε, εφ’ ό­ρου ζω­ής στη σύ­ζυ­γό του Μα­ρί­α και με­τά θα την κληρονομούσε ο Πέ­τρος Ρή­γος του πο­τέ Νι­κό­λα. Σ’ αυτόν α­νέ­θε­τε την υ­πο­χρέ­ω­ση να τε­λεί μια Λει­τουρ­γί­α κάθε χρό­νο, τόσο ο ί­διος όσο και οι κλη­ρο­νό­μοι του μελλοντικά. Πα­ρό­λο που δεν α­να­φέ­ρε­ται ως το­πο­θε­σί­α της εκ­κλη­σί­ας η Πλα­κια­νή, στον κω­δί­κελ­λο της δια­θή­κης (24 Νο­εμ­βρί­ου 1656) υ­πάρ­χει η α­πα­ραί­τη­τη διευ­κρί­νη­ση, ό­ταν α­φή­νει “στον Γιώρ­γη Σκλά­βο, έ­να κτή­μα που βρί­σκε­ται στην Πλα­κια­νή, συ­νο­ρεύ­ει η Αγ. Φω­τιά και η Μα­ρί­να η α­δελ­φή μου του νο­τα­ρί­ου. Ε­πί­σης ο­ρί­ζει ό­τι αυ­τός ο Γιώρ­γης πρέ­πει να δί­νει α­πό τους καρ­πούς του κτή­μα­τος για να γί­νε­ται μια Λει­τουρ­γί­α στην πα­ρα­πά­νω Α­γί­α Φω­τιά”.
Η δεύ­τε­ρη μνεί­α της εκ­κλη­σί­ας της Αγ. Φω­τει­νής προ­έρ­χε­ται α­πό τον ιδιο­κτή­τη της, τον ιε­ρέ­α Πρε Πιέ­ρο Φι­λιπ­πού­ζο, ο ο­ποί­ος τη δή­λω­σε στη Γραμ­μα­τεί­α της Ε­πι­σκο­πής της Τή­νου, μα­ζί με την πε­ριου­σί­α, προί­κα της εκ­κλη­σί­ας, την 1η Νο­εμ­βρί­ου του έ­τους 1700[6]. Ο ιε­ρέ­ας Π. Φι­λιπ­πούσης κα­τέ­χει μια παραγκαιριά και έ­να χω­ρά­φι στην τοποθεσία Πλα­κια­νή, δί­πλα στην εκ­κλη­σί­α, και εί­ναι υ­πο­χρεω­μέ­νος να τε­λεί 20 Λει­τουρ­γί­ες το χρό­νο, σε ό­ποια εκ­κλη­σί­α θέ­λει και ό­πο­τε θέ­λει, αλ­λά τρεις απ’ αυ­τές στην Α­γί­α Φω­τει­νή.
Ό­ταν η πε­ριο­χή της Πλα­κια­νής εγκαταλείφθηκε σι­γά-σι­γά  α­πό τους Σμαρ­δα­κια­νούς, η εκ­κλη­σί­α ως ι­διω­τι­κή που ή­ταν (α­να­φέ­ρε­ται στις εκ­θέ­σεις των εφη­με­ρί­ων) ε­γκα­τα­λεί­φτη­κε α­πό τους ι­διο­κτή­τες της και ε­ρή­μω­σε. Ό­πως ση­μεί­ωσε στον “Κώ­δι­κα” της ε­νο­ρί­ας, την 1η Αυ­γού­στου 1834 ο ε­πί­σκο­πος της Τή­νου Γε­ώρ­γιος Γα­βι­νέλ­λης έ­δω­σε ε­ντο­λή να με­τα­φερ­θεί η ει­κό­να της Α­γί­ας στο χωριό, στην εκ­κλη­σί­α του Αγ. Σιλ­βέ­στρου και να γί­νε­ται ε­κεί η Λει­τουρ­γί­α-λεγά­το που ό­φει­λε να τε­λεί η ε­νο­ρί­α.
Στην εκ­κλη­σί­α της Αγ. Φω­τει­νής εί­χαν υ­πο­χρέ­ω­ση να τε­λούν οι κλη­ρο­νό­μοι του πο­τέ Πέ­τρου Δα­σύ­ρα μια Λει­τουρ­γί­α, στο δι­η­νε­κές, την η­μέ­ρα της ε­ορ­τής των Αγ. Α­πο­στό­λων Πέ­τρου και Παύ­λου (μή­πως α­πό υ­πο­χρέ­ω­ση που κλη­ρο­νό­μη­σαν α­πό τον Πρε Πιέ­ρο Φι­λιπ­πού­ζο οι πρό­γο­νοί τους;) “και να μοι­ρά­ζουν έ­ξω α­πό την εκ­κλη­σί­α της Αγ. Φω­τει­νής έ­να ψω­μί και έ­να δοχεί­ο κρα­σί. Η Λει­τουρ­γί­α αυ­τή έ­πρε­πε να γί­νε­ται στην Αγ. Φω­τει­νή, αλ­λά τώ­ρα γί­νε­ται ε­δώ στον Αγ. Σίλ­βε­στρο, έ­ξω α­πό το χω­ριό” (Κώ­δι­κας).
Ό­πως και σε άλ­λο ση­μεί­ο έ­χου­με γρά­ψει[7], η εκ­κλη­σί­α αυ­τή πα­ρέ­μει­νε ε­ρει­πω­μέ­νη μέ­χρι το 1963-64, ο­πό­τε την ανοικοδόμησε και πάλι, εκ θε­με­λί­ων η ορ­θό­δο­ξη Α­δελ­φό­τη­τα των Τη­νί­ων Καρ­δια­νιω­τών “Η Α­γί­α Τριάς”, ό­που και τε­λεί τη Θ. Λει­τουρ­γί­α κά­θε χρό­νο την Κυ­ρια­κή της Σα­μα­ρεί­τι­δος.


Λί­γο έ­ξω α­πό το χω­ριό του Σμαρ­δά­κι­του, μέ­σα στο κα­τη­φο­ρι­κό και στε­νό δρο­μά­κι που ο­δη­γεί στο λα­γκά­δι και α­πό ε­κεί στην το­πο­θε­σί­α Χορ­δά­κια, βρί­σκε­ται κτι­σμέ­νο το ι­διό­κτητο εκ­κλη­σά­κι της Πα­να­γί­ας, που από τό­τε που υ­πάρ­χουν μαρ­τυ­ρί­ες γι’ αυ­τό, ο­νο­μα­ζό­ταν “Κά­τω Κιου­ρά”.
Το ό­νο­μα “Κιου­ρά” α­πο­δί­δε­ται α­πό τους κα­θο­λι­κούς της Τή­νου στην Πα­να­γί­α και σ’ ε­κεί­νους τους να­ούς της που εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­νοι στο Γε­νέθλιό της (8 Σε­πτεμ­βρί­ου)[8]. Λέ­γε­ται “Κά­τω -”, πι­στεύ­ω, σε σχέ­ση με την εκ­κλη­σί­α της Κυ­ράς Θε­οτό­κου που βρί­σκε­ται κτι­σμέ­νη σε υ­ψη­λό­τε­ρο ση­μεί­ο του βου­νού, έ­στω και α­πό την άλ­λη πλευ­ρά. Και η Κυ­ρά Θε­ο­τό­κος, που α­νή­κει σή­με­ρα στην Ι. Μο­νή Κε­χρο­βου­νί­ου, κά­ποια στιγ­μή (αρ­χές του 18ου αιώ­να) βρι­σκό­ταν σε σχέ­ση με το Σμαρ­δάκι­το, ό­πως φα­νε­ρώ­νει δή­λω­ση της Μα­ριέτ­τας χή­ρας Γε­ωρ­γί­ου Κυ­νη­γού, μη­τέ­ρας των ι­διο­κτη­τών της εκ­κλη­σί­ας στις 27 Νο­εμ­βρί­ου 1700[9].
Η Κά­τω Κιου­ρά δεν ή­ταν πο­τέ ε­νο­ρια­κή, αλ­λά πά­ντα ι­διό­κτη­τη. Ως πρώ­τοι γνω­στοί ι­διο­κτή­τες της α­να­φέ­ρο­νται στα 1772 “οι κύ­ρι­οι Περ­πι­νιά­νη”, μια α­πό τις ση­μα­ντι­κό­τε­ρες οι­κο­γέ­νειες της Τή­νου κα­τά τη διάρ­κεια της βε­νε­το­κρα­τί­ας, οι ο­ποί­οι, ό­μως, την εί­χαν ε­γκα­τα­λεί­ψει και α­πό ευ­λά­βεια τη συ­ντη­ρού­σαν, χω­ρίς υ­πο­χρε­ώ­σεις ή πλε­ο­νε­κτή­μα­τα ο Γε­ώρ­γιος Πρα­σά­κης (πι­θα­νό­τα­τα πα­ρωνύμιο και ό­χι οι­κο­γε­νεια­κό ε­πί­θε­το) και η Αν­νέ­ζα Μου­γκέ­τη. Στα 1784 α­να­φέ­ρε­ται ο ε­νο­ρί­της Μάρ­κος Κρη­τι­κός του Πέ­τρου να έ­χει υ­ποχρέ­ω­ση να τε­λεί ε­κεί μια Λει­τουρ­γί­α το χρό­νο, α­πό οι­κο­γε­νεια­κό λε­γά­το και έ­να αιώ­να αρ­γό­τε­ρα φαί­νε­ται ι­διο­κτη­σί­α αυ­τής της οι­κο­γέ­νειας, α­φού ως ιδιο­κτή­τρια  πλέ­ον, στα 1867, φαί­νε­ται η Άγ­γε­λα Κρη­τι­κού.  Φαί­νε­ται πως η οικο­γέ­νεια προί­κι­σε την εκ­κλη­σί­α με έ­να χω­ρά­φι στο Μύ­λο, και κά­ποιο μέ­λος της θέ­σπι­σε ως υ­πο­χρέ­ω­ση να α­νά­βει το κα­ντή­λι κά­θε σαβ­βα­τό­βρα­δο και τε­λεί μια Λει­τουρ­γί­α κά­θε 8 Σε­πτεμ­βρί­ου, στην η­μέ­ρα της γιορ­τής της.
Ση­με­ρι­νή ι­διο­κτή­τρια εί­ναι η ε­νο­ρί­τισ­σα του Σμαρ­δά­κι­του κ. Ε­λέ­νη Καυ­κα­λά, που τη­ρεί την ί­δια υ­πο­χρέ­ω­ση α­κό­μα. Η εκ­κλη­σί­α αυ­τή εί­ναι ι­διαί­τερα α­γα­πη­τή σε ό­λους τους ε­νο­ρί­τες και πα­ρά το γε­γο­νός ό­τι εί­ναι ι­διό­κτητη, με τη βο­ή­θεια ό­λων των ε­νο­ρι­τών α­να­και­νί­στη­κε πριν με­ρι­κά χρόνια, όπου τελείται η Θ. Λειτουργία με την απαγγελία του Αγ. Ροδαρίου κατά το μήνα Μάιο. Την εικόνα και το ξύλινο ιερό Βήμα φρόντισε η οικογ. Μιχαήλ Γιαννησόπουλου και Μαίρης Δαβερώνη.

Η εκ­κλη­σί­α αυ­τή ι­δρύ­θη­κε στα 1626-27 α­πό τον Πιέ­ρο Γα­βα­λά του πο­τέ Κομνη­νού στα Πλα­τιά, στην το­πο­θε­σί­α “Φασ(ου)λάς”.
Ο Πιέ­ρος Γα­βα­λάς φαί­νε­ται ό­τι ή­ταν μό­νι­μος κά­τοι­κος του χω­ριού Πλα­τιά, και σί­γου­ρα κα­θο­λι­κός. Η έλ­λει­ψη κα­θο­λι­κής εκ­κλη­σί­ας στην πε­ριο­χή, ό­που να ε­κτε­λεί τα θρη­σκευ­τι­κά του κα­θή­κο­ντα, τον ο­δή­γη­σε στην α­πό­φα­ση να οι­κοδο­μή­σει ο ί­διος μια, μέ­σα στα κτή­μα­τά του στα Πλα­τιά. Ζή­τη­σε, για το σκο­πό αυ­τό την α­πα­ραί­τη­τη ά­δεια α­νοι­κο­δό­μη­σης της εκ­κλη­σί­ας α­πό τις πο­λι­τι­κές βε­νε­τι­κές αρ­χές του τό­που και στη συ­νέ­χεια ζή­τη­σε ά­δεια α­πό τον Ε­πί­σκο­πο (τό­τε ή­ταν Ε­πί­σκο­πος ο Νι­κό­λα­ος Ρή­γος) να πη­γαί­νει έ­νας κα­θο­λι­κός ιε­ρέ­ας για να τε­λεί τη Θ. Λει­τουρ­γί­α στην ε­ορ­τή του Αγ. Ιω­άν­νη (μάλ­λον του Προ­δρό­μου και ό­χι του Θε­ο­λό­γου). Για τη συ­ντή­ρη­ση της εκ­κλη­σί­ας, ο ι­δρυ­τής της την προί­κι­ζε με το μι­σό α­πό τα ει­σο­δή­μα­τα πέ­ντε κτη­μά­των του, σε διά­φο­ρα ση­μεία του νη­σιού (στη Λι­βά­δα στα Δυο Πη­γά­δια, δυο χω­ρά­φια στη θέ­ση Αρ­κο­πά στην Ο­ξω­με­ριά, το χω­ρά­φι που βρι­σκό­ταν η εκ­κλη­σί­α, και στην Α­χλά­δα στην πε­ριοχή του Κά­μπου). Με την αί­τη­σή του, ο Π. Γα­βα­λάς δί­νει το δι­καί­ω­μα στον ε­κά­στοτε Ε­πί­σκο­πο να α­φαι­ρεί την εκ­κλη­σί­α και την προί­κα της α­πό τους μελ­λο­ντικούς του α­πο­γό­νους, σε πε­ρί­πτω­ση που αυ­τοί δεν ε­κτε­λούν την ε­πι­θυ­μί­α του, δηλ. να τε­λούν αυ­τή τη Θ. Λει­τουρ­γί­α που ο ί­διος εί­χε ο­ρί­σει.
Για ά­γνω­στο σε μας λό­γο, το Νο­έμ­βριο του 1700 οι κλη­ρο­νό­μοι του βρί­σκο­νται να κα­τοι­κούν στο Σμαρ­δά­κι­το. Και α­πό ε­κεί δη­λώ­νουν πως κα­τέ­χουν την εκ­κλη­σία στα Πλα­τιά, ό­που ο­φεί­λουν να τε­λούν 3 Λει­τουρ­γί­ες το χρό­νο. Απ’ ό­τι φαίνε­ται, τις δυο ε­πι­πλέ­ον Λει­τουρ­γί­ες τις συ­νέ­στη­σε ο Π. Γα­βα­λάς με τη δια­θήκη του, που δεν την έ­χου­με. Έ­χουν, ε­πί­σης αλ­λά­ξει και τα κτή­μα­τα της “προίκας” της εκ­κλη­σί­ας, ά­γνω­στο α­πό ποιόν.
Η μό­νι­μη ε­γκα­τά­στα­ση των κλη­ρο­νό­μων του Π. Γα­βα­λά στο Σμαρ­δά­κι­το τους α­ποξέ­νω­σε σι­γά-σι­γά α­πό τα Πλα­τιά και α­πό την πε­ριου­σί­α που κα­τεί­χαν ε­κεί. Έτσι, στις αρ­χές του 1800 ο Πέ­τρος Γα­βα­λάς του πο­τέ Μάρ­κου α­πευ­θύ­νε­ται στον τότε Ε­πί­σκο­πο και του ζη­τά την ά­δεια να που­λή­σει τα δυο κομ­μά­τια χω­ρά­φι που κα­τέ­χει α­κό­μα η εκ­κλη­σί­α στα Πλα­τιά και να που­λή­σει μα­ζί και την εκ­κλη­σί­α, σε κά­ποιον κά­τοι­κο των Πλα­τιών και, εμ­μέ­σως, να ε­πι­τρα­πεί η με­τα­τρο­πή της σε ορ­θό­δο­ξη, πράγ­μα, που ό­πως λέ­ει ο ί­διος, έ­χει ή­δη γί­νει. Δεν έ­χου­με κα­μιά πλη­ρο­φο­ρί­α για την α­πά­ντη­ση του Ε­πι­σκό­που στο συ­γκε­κρι­μέ­νο αί­τη­μα. Αν κρί­νου­με α­πό το γε­γο­νός ό­τι το εκ­κλη­σά­κι αυ­τό δε μνη­μο­νεύ­ε­ται πια α­νά­με­σα στις εκ­κλη­σιές των ε­νο­ρι­τών του Σμαρ­δά­κι­του, φαί­νε­ται πως το αί­τη­μα έ­γινε α­πο­δε­κτό. Ο Πέ­τρος Γα­βα­λάς του Μάρ­κου υ­πο­σχό­ταν να α­ντι­κα­τα­στή­σει τα κτή­μα­τα που θα που­λού­σε στα Πλα­τιά με άλ­λα που θα α­γό­ρα­ζε στο Σμαρ­δά­κι­το και να ει­κο­νο­γρα­φή­σει μια ει­κό­να  του Α­γί­ου Ιω­άν­νη και να την το­πο­θε­τή­σει στην ε­νο­ρια­κή εκ­κλη­σί­α του Σμαρ­δά­κι­του, ό­που και θα ε­κτε­λού­σε τις υ­ποχρε­ώ­σεις που ή­ταν ε­πι­φορ­τι­σμέ­νος να ε­κτε­λεί. Αν κρί­νου­με α­πό το γε­γο­νός ότι τέ­τοια ει­κό­να δε βρί­σκε­ται στην εκ­κλη­σί­α του Σμαρ­δά­κι­του, αλ­λά ού­τε και κα­τα­γρά­φο­νται υ­πο­χρε­ώ­σεις αυ­τής της οι­κο­γέ­νειας, θα πρέ­πει να συ­μπερά­νου­με ό­τι το αί­τη­μα δεν έ­γι­νε δε­κτό και πως ό­λα σι­γά-σι­γά ξε­χά­στη­καν.
Πά­ντως, στα 1828 που συ­ντά­χθη­κε ο ε­πί­ση­μος κα­τά­λο­γος των ορ­θό­δο­ξων εκ­κλη­σιών της Τή­νου α­πό τον τό­τε Μη­τρο­πο­λί­τη Γα­βρι­ήλ, στην ε­νο­ρί­α των Πλα­τιών κατα­γρά­φτη­κε α­νά­με­σα στις εκ­κλη­σί­ες του χω­ριού και ο “Πρό­δρο­μος, του Φα­σου­λά” με ι­διο­κτή­τη τον Βα­σί­λειο Σαρ­ρή. Στην α­πο­γρα­φή των εκ­κλη­σιών του 1974, ι­διο­κτή­της της εκ­κλη­σί­ας α­να­φέ­ρε­ται ο Γε­ώρ­γιος Μα­λα­κα­τές[10].
Ο ί­διος Πέ­τρος Γα­βα­λάς, δή­λω­σε στα 1831 τις υ­πο­χρε­ώ­σεις που είχε να εκ­πλη­ρώ­νει κά­θε χρό­νο, σε τέ­λε­ση Λει­τουρ­γιών στην εκ­κλη­σί­α του Αγ. Ιωάν­νη του Ευαγ­γε­λι­στή στο Σμαρ­δά­κι­το, αλ­λά δεν εί­ναι οι υ­πο­χρε­ώ­σεις της εκκλη­σί­ας των Πλα­τιών, διό­τι δε γί­νε­ται κα­μιά μνεί­α για Λει­τουρ­γί­α στην ε­ορ­τή του Αγ. Ιω­άν­νη του Προ­δρό­μου.
Να πού­με για την οι­κο­γέ­νεια Γα­βα­λά, ό­τι ο Πέ­ρος Πε­τει­νός Γα­βα­λάς πέ­θανε στις 9 το πρω­ί της 4 Μαρ­τί­ου 1836 (ό­πως ση­μειώ­νει ο κα­τά­λο­γος των θα­νά­των στον “Κώ­δι­κα” της εκ­κλη­σί­ας), α­φή­νο­ντας δυο παι­διά, τον Φρα­γκί­σκο και τον Μάρ­κο. Ο Μάρ­κος ή πέ­θα­νε νω­ρίς ή α­να­χώ­ρη­σε α­πό το χω­ριό, ε­νώ ο Φρα­γκί­σκος πα­ντρεύ­τη­κε και χή­ρε­ψε και πέ­θα­νε τον Ια­νουά­ριο 1870), έ­χο­ντας έ­να γιο που τον έ­λε­γαν Ιω­άν­νη. Ο Ιω­άν­νης Πε­τει­νός Γα­βα­λάς με­τα­νά­στε­ψε στη Σμύρ­νη, απ’ ό­που ήρ­θε η πλη­ρο­φο­ρί­α ό­τι πέ­θα­νε μέ­σα στον Νο­έμ­βριο/Δε­κέμ­βριο του 1877. Δε γνω­ρί­ζου­με αν ά­φη­σε α­πο­γό­νους. Ο Πέ­ρος Πε­τει­νός Γα­βα­λάς εί­χε και δυο αδελ­φές: την Αν­νέ­ζα που δεν πα­ντρεύ­τη­κε (πέ­θα­νε με­τά τις 28 Σε­πτεμ­βρί­ου 1806, ημε­ρο­μη­νί­α στην ο­ποί­α συ­ντά­χθη­κε η δια­θή­κη της[11]) και την Μα­ρί­να, που πα­ντρεύ­τη­κε και απέ­κτη­σε δυο παι­διά, κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα στον Κά­μπο. Έ­τσι έ­σβη­σε η πα­ρουσί­α της οι­κο­γέ­νειας Γα­βα­λά στο Σμαρ­δά­κι­το και έ­μει­ναν να μαρ­τυ­ρούν την ύπαρ­ξή της τα έγ­γρα­φα στα ο­ποί­α α­να­φερ­θή­κα­με και το το­πω­νύ­μιο “Στου Πε­τει­νού το Λα­γκά­δι” που βρί­σκε­ται δί­πλα στο χω­ριό.


Η το­πο­θε­σί­α αυ­τή βρί­σκε­ται α­νά­με­σα στο Σμαρ­δά­κι­το και στα Λου­τρά. Λι­γο­στές εί­ναι οι πλη­ρο­φο­ρί­ες που έ­χου­με γι’ αυ­τή, τη σή­με­ρα ε­γκα­τα­λειμ­μέ­νη και σχε­δόν ε­ρει­πω­μέ­νη εκ­κλη­σού­λα. Εί­ναι πα­λαιό­τε­ρη α­πό το 1772, ο­πό­τε τη βρί­σκου­με κα­τα­γραμ­μέ­νη για πρώ­τη φο­ρά στην έκ­θε­ση του ε­φη­με­ρί­ου του Σμαρ­δά­κι­του, ο ο­ποί­ος μας πλη­ρο­φο­ρεί πως δεν έ­χει ι­διο­κτή­τη, αλ­λά από ευ­λά­βεια τη συ­ντη­ρεί και τη λει­τουρ­γεί ο Ζάν­νης Φώ­σκο­λος. Φαί­νε­ται πως ο ί­διος ή κά­ποιος άλ­λος την προί­κι­σε με δυο κτή­μα­τα και ί­δρυ­σε έ­να λε­γά­το, ε­πει­δή στα 1827 τη βρί­σκου­με αυ­τή την υ­πο­χρέ­ω­ση να την κα­τέ­χει η Νι­κο­λέτ­τα Φιο­ρά­ντη. Α­πό τό­τε πα­ρα­μέ­νει στην ι­διο­κτη­σί­α αυ­τής της οι­κο­γέ­νειας. 
Στα 1850 την κα­τέ­χει ο Ιω­άν­νης Φιο­ρά­ντης, ο­ποί­ος την κλη­ρο­νό­μη­σε στο γιο του Νι­κόλα και αυ­τός, με τη σει­ρά του, στο γιο του Ιω­άν­νη Φιο­ρά­ντη, που έ­γι­νε ιε­ρέ­ας και χρη­μά­τι­σε και ε­φη­μέ­ριος του Αγ. Νι­κο­λά­ου της Χώ­ρας. Ε­πει­δή ο τε­λευ­ταίος πέ­ρα­σε την τε­λευ­ταί­α πε­ρί­ο­δο της ζω­ής του στο ι­διό­κτη­το κτή­μα του στα Κιό­νια και λει­τουρ­γού­σε στην εκ­κλη­σί­α του Αγ. Φω­το­δό­τη, με­τέ­φε­ρε την εικό­να του Αγ. Γρη­γο­ρί­ου σ’ αυ­τή την εκ­κλη­σί­α, ό­που βρί­σκε­ται μέ­χρι σή­με­ρα.
Η εκ­κλη­σί­α πα­ρέ­μει­νε έ­ρη­μη και ε­γκα­τα­λειμ­μέ­νη και σχε­δόν έ­χει ε­ρει­πω­θεί, λό­γω του ό­τι η το­πο­θε­σί­α, με­τά τις πλημ­μύ­ρες του 1976, κα­τά­ντη­σε να εί­ναι σχεδόν α­πρό­σι­τη. Την ανακαίνισε με ίδια έξοδα και κόπους ο Μάριος Αντ. Φώσκολος, ο οποίος κάθε χρόνο φροντίζει για την τέλεση μιας Θ. Λειτουργία,  ως προσωπικό λεγάτο.


λ. Ά­γιος Μι­χα­ήλ, στο χω­ριό

Το ε­ξωκ­κλή­σι του Αγ. Μι­χα­ήλ στο χω­ριό α­να­φέ­ρε­ται μιας ε­ξαρ­χής ως ι­διω­τι­κό. Βρί­σκε­ται κο­ντά στην εί­σο­δο του χω­ριού, κτι­σμέ­νο μέ­σα σε ιδιω­τι­κό κτή­μα. Η πρώ­τη φο­ρά που το συ­να­ντού­με στα έγ­γρα­φα, εί­ναι το 1642, στην Έκ­θε­ση του ε­πι­σκό­που Νικ. Ρή­γου προς τη Ρώ­μη. Ε­κεί, ε­κτός α­πό την ύ­παρ­ξη της εκ­κλη­σί­ας, ο ε­πί­σκο­πος μας πλη­ρο­φο­ρεί πως τα ει­σο­δή­μα­τά της α­νέρ­χο­νται σε 6 ρε­ά­λια το χρό­νο.

Η ε­πό­με­νη φο­ρά που γί­νε­ται α­να­φο­ρά στο ε­ξωκ­κλή­σι αυ­τό εί­ναι α­πό τον Γιώργο Πι­πέ­ρη, στη δια­θή­κη του στα 1652, που ε­κτός α­πό μια Λει­τουρ­γί­α που θε­σπί­ζει κατ’ έ­τος για την ψυ­χή του σ’ αυ­τή την εκ­κλη­σί­α, μας πλη­ρο­φο­ρεί πως η εκκλη­σί­α βρί­σκε­ται κτι­σμέ­νη μέ­σα στο α­κί­νη­το του Τζουάν­νε Ρι­μό­ντο. Ο Ρι­μόντος εί­ναι και ο ι­διο­κτή­της; Δε γνω­ρί­ζου­με.
Ο πρώ­τος γνω­στός ι­διο­κτή­της που α­να­φέ­ρε­ται εί­ναι ο Φρα­γκί­σκος Φώ­σκο­λος, στα 1772. Μια δε­κα­ε­τί­α αρ­γό­τε­ρα έ­χου­με την πλη­ρο­φο­ρί­α πως ο Φρ. Φώ­σκο­λος ο­φείλει να τε­λεί κά­θε χρό­νο τέσ­σε­ρις Λει­τουρ­γί­ες, α­πό τις ο­ποί­ες οι τρεις ε­πίση­μες και με τη συμ­με­το­χή και άλ­λων ιε­ρέ­ων, ε­κτός α­πό τον λει­τουρ­γό ε­φη­μέριο του χω­ριού. Οι υ­πο­χρε­ώ­σεις τους ή­ταν οι ε­ξής:
Μια Λει­τουρ­γί­α ψαλ­τή τη δεύ­τε­ρη μέ­ρα της Πε­ντη­κο­στής με δυο ιε­ρείς και να δώ­σουν μι­σό ρε­ά­λι στον ε­φη­μέ­ριο που θα εί­ναι σ’ αυ­τό το χω­ριό του Σμαρ­δά­κι­του και έ­να τέ­ταρ­το σε έ­να άλ­λο ιε­ρέ­α και αν υ­πάρ­χει και έ­νας διά­κος άλ­λο έ­να τέ­ταρ­το και να τους δώ­σουν να γευ­μα­τί­σουν ό­λοι και να φρο­ντί­σουν να λε­χθεί το Α­γιό­τα­το Ρο­δά­ριο α­πό τους χω­ρι­κούς και τις γυ­ναί­κες ε­κεί­νο το πρω­ί και να του φέ­ρουν να φά­νε ό,τι νο­μί­σουν στην Εκ­κλη­σί­α.
Μια Λει­τουρ­γί­α στον Αγ. Μι­χα­ήλ ψαλ­τή με τρεις ιε­ρείς τη μέ­ρα του Αγ. Μι­χα­ήλ 29 Σε­πτεμ­βρί­ου.
Μια Λει­τουρ­γί­α α­πλή στον Α­γιο Ιω­άν­νη Ευαγ­γε­λι­στή στις 27 Δε­κεμ­βρί­ου.
Ε­πί­σης μια άλ­λη Λει­τουρ­γί­α στον Ευαγ­γε­λι­σμό της Πα­να­γί­ας και μη μπο­ρώ­ντας να βρε­θούν ιε­ρείς ε­κεί­νη τη μέ­ρα ο­φεί­λουν να την τε­λούν μί­α άλ­λη μέ­ρα μέ­σα σ’ ε­κεί­νη την ε­βδο­μά­δα.
Ε­πί­σης μια άλ­λη τη μέ­ρα των Αγ. Α­πο­στό­λων Πέ­τρου και Παύ­λου στις 29 Ιου­νί­ου, με την υ­πο­χρέ­ω­ση να α­νά­βουν το κα­ντή­λι σ’ αυ­τή την Εκ­κλη­σί­α κά­θε Σάβ­βα­το βρά­δυ και ό­λες τις γιορ­τές των προ­α­να­φε­ρό­με­νων α­γί­ων.
Ε­πί­σης δυο λει­τουρ­γί­ες για το χω­ρά­φι του Σα­ρα­ντά. Τη μια στις 15 Αυ­γού­στου, στη Με­τά­στα­ση της Πα­να­γί­ας και την άλ­λη στη Γέν­νη­ση του Κυ­ρί­ου μας.
(Οι Λει­τουρ­γί­ες αυ­τές τώ­ρα ε­πι­βα­ρύ­νουν την Ε­λέ­νη Ντα­μπου­ρά­κη)
Ε­πί­σης μια Λει­τουρ­γί­α για το χω­ρά­φι στο Λάκ­κο, μέ­χρι δυο ά­το­μα.
Ε­πί­σης μια Λει­τουρ­γί­α στη γιορ­τή του Αγ. Φρα­γκί­σκου της Ασ­σί­ζης, για τον νε­κρό Φρα­γκί­σκο Φώ­σκο­λο, για τις αυ­ξή­σεις που έ­κα­νε στα λε­γά­τα του Αγ. Μι­χα­ήλ, δηλ. μέ­χρι σε τρί­α ά­το­μα.
Ε­γώ Ιω­άν­νης Ρι­μό­ντος και ε­φη­μέ­ριος α­ντέ­γρα­ψα αυ­τές τις υ­πο­χρε­ώ­σεις α­πό τις δια­θή­κες.
Ο Δον Ιω­άν­νης Ρι­μό­ντος, που ση­μεί­ω­σε τα πιο πά­νω στον “Κώδι­κα” της ε­νο­ρί­ας, ή­ταν ε­φη­μέ­ριος στο Σμαρ­δά­κι­το προς το τέ­λος του 18ου αιώ­να, με­τά τον Φρα­γκί­σκο Φώ­σκο­λο. Δια­βε­βαιώ­νο­ντάς μας ό­τι η Ε­λέ­νη Ντα­μπουρά­κη (=Ε­λέ­νη Δα­σύ­ρα) εί­ναι ε­κεί­νη που ο­φεί­λει να τε­λεί τις Λει­τουρ­γί­ες, φαίνε­ται πως η εκ­κλη­σί­α πέ­ρα­σε α­πό την οι­κο­γέ­νεια Φω­σκό­λου στην οι­κο­γέ­νεια Δα­σύ­ρα, που την κρά­τη­σε πά­νω α­πό έ­να αιώ­να. Στην ί­δια οι­κο­γέ­νεια των Τα­μπου­ρά­κη­δων (Δα­σύ­ρας) πρέ­πει να α­νή­κε ε­κεί­νη η φρα­γκι­σκα­νίδα κα­λό­γρια “του σπι­τιού” στο Σμαρ­δά­κι­το, που φαί­νε­ται ως ι­διο­κτή­τρια του να­ού στα 1827, και η ο­ποί­α ε­κτε­λού­σε τα συσ­σω­ρευ­μέ­να λε­γά­τα. Πο­λύ πι­θα­νό, απ’ αυ­τή την κα­λόγρια να πέ­ρα­σε η εκ­κλη­σί­α στον συγ­γε­νή της Ιω­άν­νη Δα­σύ­ρα, που εμ­φα­νί­ζε­ται στα 1867 ως ι­διο­κτή­της.
Ό­λα αυ­τά τα λε­γά­τα έ­χουν μοι­ρα­στεί σε πολ­λές οι­κο­γέ­νειες μέ­σα στον αιώ­να που α­κο­λού­θη­σε. Έ­τσι εί­ναι αρ­κε­τές ε­κεί­νες οι οι­κο­γέ­νειες, με διά­φο­ρα επώ­νυ­μα, που ο­φεί­λουν να τε­λούν τις υ­πο­χρε­ώ­σεις (συ­χνά δυ­σβά­στα­χτες) που όρι­σαν οι πρό­γο­νοί τους. Η Εκ­κλη­σί­α α­νή­κει σή­με­ρα στον κ. Μάριο Κρη­τι­κό, που φροντίζει για την τέλεση μιας ετήσιας Θ. Λειτουργίας.


Πρό­κει­ται για μια από τις λίγες εκκλησίες της Τήνου για τις οποίες έχουμε τόσο παλαιά μαρτυρία! Η ύπαρξή της αναφέρεται στο βενετικό Κτηματολόγιο της Τήνου, στα 1456: “ad Cato Smardaito ad sanctum Georgium a Xilimacheri sub Petro Della Tolla iuxta Janulium de Suda[12].
Το ε­ξωκ­κλή­σι εί­ναι ε­πι­πε­δό­στε­γη βα­σι­λι­κή με ι­διαί­τε­ρα με­γά­λη κρέ­μα­ση στους τοίχους και αρ­κε­τά με­γά­λο για ε­ξωκ­κλή­σι, δι­πλά­σιο σε μή­κος α­πό τα άλ­λα της περιο­χής. Α­πό τα τού­βλα που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν μα­ζί με τις πέ­τρες της πε­ριο­χής για να κτι­στεί, θα μπο­ρού­σα­με να υ­πο­θέ­σου­με πως το εκ­κλη­σά­κι προ­έρ­χε­ται α­πό τα βυ­ζα­ντι­νά χρό­νια.
Ο με­γά­λος ευερ­γέ­της (ί­σως και ι­διο­κτή­της) ή­ταν ο γνω­στός μας πλού­σιος Σμαρδα­κια­νός Γιώρ­γης Πι­πέ­ρης, που την προί­κι­σε (1652) με μια σει­ρά α­πό χω­ρά­φια, με τα έ­σο­δα των ο­ποί­ων μπο­ρού­σε ό­χι μό­νο να συ­ντη­ρη­θεί το ε­ξωκ­κλή­σι, αλ­λά και να α­γο­ρά­σει τα ιε­ρά σκεύ­η και άμ­φια και να βο­η­θά α­κό­μα και αυ­τό τον ε­νορια­κό να­ό του Σμαρ­δά­κι­του. Αυ­τό φαί­νε­ται α­πό τη δή­λω­ση του Μα­θιού Πι­πέ­ρη του πο­τέ Ζάν­νε α­πό τα Λου­τρά, της 24ης Νο­εμ­βρί­ου 1700[13]. Ο Μα­θιός Πι­πέ­ρης πρέ­πει να ή­ταν έ­νας α­πό τους συγ­γε­νείς του Γιώρ­γου Πι­πέ­ρη (ό­πως το μαρ­τυ­ρεί το ό­νομα και το ε­πώ­νυ­μό του), και ί­σως να βρι­σκό­ταν πα­ντρε­μέ­νος στα Λου­τρά. Αυ­τός κα­τεί­χε 9 κτή­μα­τα, ι­διο­κτη­σί­ας του ε­ξωκλη­σιού, με πο­λύ λί­γες υ­πο­χρε­ώ­σεις. 



Στα 1772 τον Ά­γιο Γε­ώρ­γιο τον κα­τεί­χε α­κό­μα η οι­κο­γέ­νεια Πι­πέ­ρη (Γε­ώρ­γιος Πι­πέ­ρης λε­γό­ταν τό­τε ο ι­διο­κτή­της του). Με­τά α­πλώς εμ­φα­νί­ζε­ται το ό­νο­μά του σε μια-δυο ε­νο­ρια­κές εκ­θέ­σεις.
Το ε­ξωκ­κλή­σι άλ­λα­ξε πολ­λούς ι­διο­κτή­τες μέ­χρι την ε­πο­χή μας, οι ο­ποί­οι κατοι­κού­σαν σε διά­φο­ρα χω­ριά της πε­ριο­χής. Τε­λι­κά κα­τέ­λη­ξε να βρε­θεί έ­ρη­μο και ε­γκα­τα­λειμ­μέ­νο α­πό τους αν­θρώ­πους, που εί­χαν που­λή­σει την πε­ριου­σί­α του. Πριν με­ρι­κά χρό­νια α­νέ­λα­βε την προ­στα­σί­α του και την ι­διο­κτη­σί­α του, χω­ρίς κα­νέ­να α­κί­νη­το ή κι­νη­τό πε­ριου­σια­κό στοι­χεί­ο, ο αείμνηστος Σμαρ­δα­κια­νός Γιάν­νης Φώ­σκο­λος, πρόεδρος του Συλλόγου των Σμαρδακιανών της Αθήνας και ιδρυτής του ΧΟΡΕΛΠΟΤ, ο οποίος και α­νέ­λα­βε α­πό μό­νος του να τε­λεί μια Θ. Λει­τουρ­γί­α το χρόνο, α­πό ευ­λά­βεια, ό­πως θα έ­γρα­φαν στις Εκ­θέ­σεις τους οι παλαιοί ε­φη­μέριοι. Έ­τσι, χά­ρη στη γεν­ναιο­δω­ρί­α του σώ­θη­κε αυ­τό το ι­στο­ρι­κό κει­μή­λιο και μνη­μεί­ο της πε­ριο­χής, που δεν υπαγόταν (ση­μειω­τέ­ον) στην ε­νο­ρί­α του Σμαρ­δά­κιτου, αλ­λά του Κά­μπου.





[1] Ο πά­πας Σιλ­βέ­στρος ή Σίλ­βε­στρος έ­ζη­σε στο τέ­λος του 3ου αι. μ.Χ. και στις αρ­χές του 4ου (+ 335). Βρι­σκό­ταν στον πα­πι­κό θρό­νο ό­ταν ο Μεγ. Κων­στα­ντί­νος συ­γκάλεσε την πρώ­τη οι­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δο στη Νί­καια της Μ. Α­σί­ας και στην ο­ποί­α εκ­προ­σω­πή­θη­κε. Εί­ναι η μό­νη εκ­κλη­σί­α στην Τή­νο που εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­νη στο ό­νο­μά του. Η Κα­θο­λι­κή Εκ­κλη­σί­α εορτάζει τη μνή­μη του στις 31 Δε­κεμ­βρί­ου και η Α­να­το­λι­κή στις 2  Ια­νουα­ρί­ου.
[2] Και στα Βιβλία Θανάτων του ΑΚΤ, όπου καταγράφονταν οι νεκροί όλων των ενοριών, σημειώνεται πως οι νεκροί θάβονταν στους ενοριακούς ναούς.
[3] Ο Ά­γιος Ε­πι­φά­νιος ή­ταν ε­πί­σκο­πος Σα­λα­μί­νας της Κύ­πρου (315-405). Αναφέρεται ως Πα­τέ­ρας της Εκ­κλη­σί­ας και λό­γω του με­γά­λου συγ­γρα­φι­κού του έρ­γου. Στην Τή­νο δεν α­να­φέ­ρε­ται άλ­λη εκκλη­σί­α α­φιε­ρω­μέ­νη στο ό­νο­μά του. Αυτό ίσως να είναι και μαρτυρία για την αρχαιότητά της.
[4] Α­ΚΤ, κωδ.4, φ.11.
[5]  ΑΚΤ, κωδ 4, φ.11.
[6] Βλ. τη δή­λωση στο Πα­ράρ­τη­μα των εγ­γρά­φων, 8.
[7] π. Μάρ­κος Φώσκολος, «Η ι­στο­ρί­α των εκ­κλη­σιών της Τή­νου», ε­φημ. Κυ­κλαδι­κόν Φως, φ.324-328 (Ιού­νιος-Ο­κτώ­βριος 1975). Όσα εί­χα γρά­ψει από τότε δεν δια­ψεύ­στη­κε κάτι με αποδείξεις. Όσα δη­μο­σιεύ­ο­υμε και εδώ ε­πι­βε­βαιώ­νουν πλή­ρως και όλα εκείνα. Τα σχε­τι­κά έγ­γρα­φα στα ο­ποί­α πα­ρα­πέ­μπου­με, είχαν εκτεθεί στα 1995 σε δη­μό­σια έκ­θε­ση ιε­ρών κει­μη­λί­ων και εγ­γρά­φων στην ε­νο­ρί­α του Σμαρ­δα­κί­του, ώ­στε να μπο­ρέ­σει να τα δει όποιος τυχόν αμφέβαλλε.
[8]  Έ­χου­με το πα­ρά­δειγμα της Κιου­ράς Καρ­δια­νής, της Κιου­ράς των Αγ­γέ­λων (Πο­τα­μιά), της Κά­τω-Κιουράς και της Κιου­ράς στα Υ­στέρ­νια (που α­νή­κε στην πρώ­ην κα­θο­λι­κή ε­νο­ρί­α αυτού του χω­ριού). Οι ορ­θό­δο­ξοι χρη­σι­μο­ποιούν τον τί­τλο ή Κυ­ρί­α ή Κυ­ρά. Οι καθο­λι­κοί δια­τη­ρούν α­κό­μα την αρ­χαιο­πρε­πή βυ­ζα­ντι­νή προ­φο­ρά του “υ”ως κλει­στού.
[9] Α­ΚΤ, κωδ.4, φ. 57v. Σύμ­φω­να με αυ­τή τη δή­λω­ση η εκ­κλη­σί­α της Κυ­ράς Θε­ο­τόκου, κτι­σμέ­νη στους Ρό­χους, έ­χει 5 χω­ρά­φια (2 στους Ρό­χους, στο Βρυ­σί, στην Α­πηγα­νιά και στο Στρο­φό) και άλ­λες δυο εκ­κλη­σί­ες κτι­σμέ­νες σε με­σο­τοι­χί­α μαζί της. Οι πλα­ϊ­νές αυ­τές εκ­κλη­σί­ες εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­νες στην Αγ. Τριά­δα και στον Άγ. Ιω­άν­νη τον Πρό­δρο­μο. Η Κυ­ρά Θε­ο­τό­κος έ­χει υ­πο­χρέ­ω­ση να τε­λεί 12 Λειτουρ­γί­ες το χρό­νο και έ­να πα­νη­γύ­ρι στις 15 Αυ­γού­στου. Η μη­τέ­ρα των ι­διο­κτη­τών δή­λω­σε ό­τι εί­ναι κά­τοι­κος Σμαρ­δα­κί­του. Πρέ­πει να θε­ω­ρη­θεί ό­τι και τό­τε η εκ­κλη­σί­α αυ­τή α­νή­κε σε ορ­θό­δο­ξους ι­διο­κτή­τες, α­φού δεν α­να­φέ­ρε­ται σε κα­μιά α­πό τις εκ­θέ­σεις των ε­φη­με­ρί­ων του Σμαρ­δά­κι­του.
[10] Γεώργιος Δώριζας, Οι εκ­κλη­σί­ες και τα προ­σκυ­νή­μα­τα της Τή­νου, εκ­δ. Τή­νος, Α­θή­ναι, χ.ε., σ. 38 και 60.
[11]Βλ Πα­ράρ­τη­μα εγ­γρά­φων, αρ. 14.
[12]  ”Στο Κά­τω Σμαρ­δά­κι­το, προς τον Ά­γιο Γε­ώρ­γιο στο Ξυ­λο­μα­χαί­ρι, κά­τω α­πό τον Πέ­τρο Δελ­λα­τό­λα, κο­ντά στον Γιαν­νούλη Δελ­λα­σούδα” λέ­ει το έγ­γρα­φο ε­κεί­νου του έ­τους για να πε­ρι­γρά­ψει έ­να χω­ρά­φι του φέ­ου­δου της κα­θο­λι­κής ε­πι­σκο­πής της Τή­νου, που βρι­σκό­ταν στην πε­ριο­χή, βλ. π. Μάρ­κος Φώσκολος, «Το “φέ­ου­δο” της Λα­τι­νι­κής Ε­πι­σκο­πής της Τή­νου», σ. 288.
[13] Α­ΚΤ, κωδ. 4, φ. 40. Βλ. Πα­ράρ­τη­μα εγ­γρά­φων, αρ. 9.



Τμήμα από το βιβλίο Μικρή Ιστορία του Σμαρδακίτου Της Τήνου. του π. Μάρκου Φώσκολου
 
Top