Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

 Η μι­κρή αυ­τή εκκλη­σού­λα βρί­σκε­ται κτι­σμέ­νη στην πρώ­τη εί­σο­δο του χω­ριού (στα “Φα­νά­ρια”). Τα έγ­γρα­φα που δη­μο­σιεύ­ου­με στη συ­νέ­χεια μας πλη­ρο­φο­ρούν
πως όταν ι­δρύ­θη­κε αρχικά (ά­γνω­στο σε ποια ε­πο­χή και α­πό ποιον) ή­ταν α­φιε­ρω­μέ­νη στον Ά­γιο Ε­πι­φά­νιο[3].
Η εκ­κλη­σί­α αυ­τή πα­ρέ­μει­νε με αυ­τή την αρ­χι­κή ο­νο­μα­σί­α μέ­χρι τις αρ­χές του 19ου αιώ­να, ο­πό­τε και έ­γι­νε ρι­ζι­κή α­νακαί­νι­σή της. Το υ­πέρ­θυ­ρο μάρ­μα­ρο φέρει την ημερομηνία “1827 ΟΚΤΩ­ΒΡΙΟΥ 20”, αλλά εί­ναι η η­με­ρο­μη­νί­α ό­χι μό­νο της α­να­καί­νι­σης, αλ­λά και της με­το­νο­μα­σί­ας του να­ϊ­δρί­ου.

Η πρώ­τη φο­ρά που γί­νε­ται μνεί­α αυ­τού του ε­ξωκ­κλη­σί­ου στα έγ­γρα­φα του Α­ΚΤ εί­ναι η 1η Νο­εμ­βρί­ου του έ­τους 1700, ο­πό­τε οι κλη­ρο­νό­μοι του Πιέ­ρου Γα­βαλά α­πό το Σμαρ­δά­κι­το κα­τα­θέ­τουν στην ε­πι­σκο­πι­κή Γραμ­μα­τεί­α ό­τι ο­φεί­λουν να τε­λούν μια Λει­τουρ­γί­α το χρό­νο στην εκ­κλη­σί­α του Αγ. Ε­πι­φα­νί­ου για την ψυ­χή του πα­τέ­ρα τους, ύ­στε­ρα α­πό υ­πο­χρέ­ω­ση που τους ε­πέ­βα­λε ο ί­διος. Στο κεί­με­νο της δή­λω­σής τους[4] δεν φαί­νε­ται να εί­ναι ι­διο­κτή­τες του να­ού. Πά­ντως, στα 1831, έ­νας α­πό­γο­νός τους, ο Πέ­τρος Γα­βα­λάς, χω­ρίς και αυ­τός να φαί­νε­ται ως ι­διο­κτή­της, κα­τα­γρά­φει μια σει­ρά α­πό λε­γά­τα που έ­χει υ­πο­χρέ­ω­ση να τε­λεί στην πα­ρα­πά­νω εκ­κλη­σί­α. Συμπε­ρα­σμα­τι­κά, θα πρέ­πει να πού­με πως η εκ­κλη­σί­α αυ­τή α­νή­κε στην οι­κο­γέ­νεια Γα­βα­λά, η ο­ποί­α και την με­το­νό­μα­σε σε Ά­γιο Ιω­άν­νη, ό­ταν ε­γκα­τέ­λει­ψε μια άλλη ο­μώ­νυ­μη εκ­κλη­σί­α που εί­χε στα Πλα­τιά και με­τέ­φε­ραν μα­ζί και τις υ­ποχρε­ώ­σεις (βλ. πα­ρα­κά­τω).
Στις αρ­χές του 1982 ο ε­νο­ρια­κός να­ός α­να­γκά­στη­κε να α­να­λά­βει τη συ­ντή­ρηση και αυ­τής της εκ­κλη­σί­ας, με ά­δεια του τότε Αρ­χιε­πι­σκό­που Ιω­άν­νη Περ­ρή, επει­δή οι κλη­ρο­νό­μοι της εκ­κλη­σί­ας και της πε­ριου­σί­ας της, α­φού πού­λη­σαν τη δεύ­τε­ρη ε­γκα­τέ­λει­ψαν την πρώ­τη. Οι τε­λευ­ταί­οι ι­διο­κτή­τες α­να­φέ­ρο­νται ως κά­τοι­κοι του χω­ριού Κου­μά­ρου.

Το 1984 ο Πέ­τρος Ρε­μόν­δος, πρό­ε­δρος τό­τε του Συλ­λό­γου του Σμαρ­δάκιτου, με ά­δεια του Αρ­χιε­πι­σκό­που και της ε­νο­ρια­κής ε­πι­τρο­πής, α­νέ­λα­βε να ε­πι­σκευά­σει με δι­κά του έ­ξο­δα και να ε­ξο­πλί­σει την εκ­κλη­σί­α με κά­θε τι το α­πα­ραί­τη­το για τη Θ. Λα­τρεί­α, στη μνή­μη του πα­τέ­ρα του Κων­στα­ντί­νου. Α­πό δι­κή του πρω­το­βου­λί­α φρόντιζε κά­θε χρό­νο να τε­λεί­ται και μια Θ. Λει­τουρ­γί­α, ε­κτός α­πό ε­κεί­νη που τε­λεί ο ε­νο­ρια­κός να­ός κά­θε χρόνο στην ε­ορ­τή του Αγ. Ιω­άν­νη Α­πο­στό­λου και Ευαγ­γε­λι­στή (27 Δε­κεμ­βρί­ου). Μετά τον θάνατό του τη φροντίδα του ναού την έχει η Μαγδαληνή Φωσκόλου.
Η ει­κό­να του Α­γί­ου εί­ναι χω­ρι­σμέ­νη σε δυο ε­πί­πε­δα: στο ε­πά­νω μέ­ρος εικο­νί­ζε­ται η σκη­νή του δια­λό­γου του Ι­η­σού με τη Σα­μα­ρεί­τισ­σα (βλ. πα­ρα­κά­τω για τη σχέ­ση της οι­κο­γέ­νειας Γα­βα­λά με την εκ­κλη­σί­α της Αγ. Φω­τει­νής) και στο κά­τω μέ­ρος οι τέσ­σε­ρις Ευαγ­γε­λι­στές. Η ει­κό­να  εί­ναι ζω­γρα­φι­σμέ­νη α­πό λα­ϊ­κό ζω­γρά­φο πά­νω σε  με­ταλ­λι­κή ε­πι­φά­νεια, πι­θα­νό­τα­τα το 1827.


Τμήμα από το βιβλίο Μικρή Ιστορία του Σμαρδακίτου Της Τήνου. του π. Μάρκου Φώσκολου
 
Top