Οι εκκλησίες της Ενορίας του Σμαρδάκιτου σήμερα ανέρχονται σε 7: ο ενοριακός ναός του Αγίου Αντωνίου, το Κοιμητήριο του Αγίου Σιλβέστρου, ο Άγιος Αντώνιος ο ερημίτης, ο Άγιος Μιχαήλ στην τοποθεσία “Γκντά”, οι Άγιοι Ανάργυροι στην τοποθεσία
“Ρόχοι”, ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής στο χωριό, η Παναγία η επονομαζόμενη “Κάτω Κιουρά” και ο Άγιος Μιχαήλ στο χωριό (οι δυο τελευταίες είναι ιδιωτικές). Όπως, όμως, έχουν καταγράψει οι εκθέσεις των εφημερίων του Σμαρδάκιτου στους περασμένους αιώνες και όπως μαρτυρούν τα έγγραφα που δημοσιεύουμε στο δεύτερο μέρος αυτής της εργασίας, οι εκκλησίες που ανήκαν στην ενορία ή σε ενορίτες του Σμαρδάκιτου ήταν περισσότερες. Στη συνέχεια παρουσιάζουμε μια σύνθεση των πληροφοριών που έχουμε για αυτά τα εξωκκλήσια, από τα μνημονευόμενα έγγραφα.
α. Άγιος Σίλβεστρος, ενοριακό Κοιμητήριο
Η εκκλησία αυτή, αφιερωμένη στον πάπα Άγιο Σιλβέστρο,[1] βρίσκεται κτισμένη λίγα μέτρα έξω από το χωριό (στην έκθεση του 1797 ονομάζεται η τοποθεσία “Κακόνοκτο”), δίπλα στο δρόμο που οδηγούσε στην πίσω πλαγιά του βουνού “Ρόχοι” και από εκεί προς τα χωριά Σπηλιά, την Κώμη και στα υπόλοιπα χωριά των Κάτω Μερών.
Δεν γνωρίζουμε το πότε κτίστηκε, αφού αναφέρεται ως υπάρχουσα στον παλαιότερο κατάλογο των εξωκκλησιών της ενορίας. Απ’ ότι φαίνεται, αρχικά ήταν ένα μικρό απλό εξωκκλήσι, κτισμένο στην άκρη ενός χωραφιού που μιας εξαρχής ανήκε στην ενορία. Στη συνέχεια επικράτησε η άποψη να διαμορφωθεί κατάλληλα ώστε να χρησιμοποιηθεί ως ενοριακό Κοιμητήριο, όταν στις αρχές του περασμένου αιώνα απαγορεύτηκε η ταφή των πιστών μέσα στους ενοριακούς ναούς. Δε μας είναι γνωστή η ακριβής χρονολογία ούτε για την απαγόρευση, αλλά ούτε και για τις εργασίες της διαμόρφωσης της εκκλησίας. Πάντως, λογικά, θα πρέπει να δεχτούμε πως όλα αυτά συνέβηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα, αφού στα 1795 που οικοδομήθηκε ο νέος ενοριακός ναός του Αγ. Αντωνίου, κατασκευάστηκαν στο εσωτερικό του και τάφοι, οι οποίοι και χρησιμοποιήθηκαν[2]. Από την άλλη μεριά, στο ληξιαρχικό Βιβλίο Θανάτων που αρχίζει το 1843, σημειώνει στην πρώτη Πράξη: “Στις 20 Μαΐου 1843 πέθανε ο Ματθαίος Ρεμούνδος, το σώμα του οποίου στις 21 του τρέχοντος ενταφιάστηκε στην εκκλησία του Αγίου Σιλβέστρου”. Οι τάφοι που κατασκευάστηκαν ήταν 8, ένας από τους οποίους χρησίμευε ως “αγγελικό μνήμα”, δηλαδή για να ενταφιάζονται μόνο τα μικρά παιδιά. Οι τάφοι ήταν αρκετά βαθείς λάκκοι, κτισμένοι, αλλά όχι σε επικοινωνία μεταξύ τους, όπου ενταφιάζονταν οι νεκροί, τα οστά των οποίων έβγαζαν όταν πια ο τάφος είχε γεμίσει και τότε τα μετέφεραν όλα μαζί τα οστά σε κοινοτάφιο. Οι τάφοι είχαν δυο στόμια, το πρώτο (εσωτερικό) από πέτρα και το άλλο (εξωτερικό) από μάρμαρο, ώστε να σφραγίζουν με ασβέστη αεροστεγώς.
Όπως σημειώσαμε και παραπάνω, το 1976-78, η ενορία σε συνεργασία με τον Σύλλογο των Σμαρδακιανών της Αθήνας κατασκεύασαν νέο υπαίθριο κοιμητήριο, δίπλα στην εκκλησία του Αγ. Σιλβέστρου, μαζί με ένα σύγχρονο οστεοφυλάκιο, που να ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες.
Η εικόνα του Αγ. Σιλβέστρου κατασκευάστηκε από λαϊκό ζωγράφο στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα και χωρίζεται σε δυο ζώνες: στην επάνω εικονίζεται ο Άγιος Σιλβέστρος με τα αρχιερατικά του άμφια και στη δεύτερη ζώνη εικονίζεται η Αγία Φωτεινή (συνάντηση του Ιησού με τη Σαμαρείτισσα κοντά στο πηγάδι του Ιακώβ). Στην εκκλησία αυτή τελείται η Θ. Λειτουργία κάθε χρόνο την ημέρα την αφιερωμένη στους κεκοιμημένους πιστούς (2 Νοεμβρίου), μαζί με τον αγιασμό των τάφων και την ημέρα της εορτής του Αγίου.
Μιας εξαρχής που αναφέρεται αυτή η εκκλησία καταγράφεται ανάμεσα σε εκείνες που ανήκουν στην ενορία. Κτισμένη μέσα σε αρκετά μεγάλο ιδιόκτητο χωράφι στην τοποθεσία “Χορδάκια”, είναι εμφανή τα σημεία της αρχαιότητάς της: το δάπεδό της, από προσχώσεις είναι κάτω από το επίπεδο του χωραφιού και στο πίσω μέρος υπάρχουν υπολείμματα από παλαιά θεμέλια άλλων κτισμάτων, τα οποία δεν καταγράφονται στις ενοριακές εκθέσεις. Ακόμα, στη βόρεια πλευρά της εκκλησίας διακρίνεται στον εξωτερικό τοίχο κάποιο σημάδι που θα μπορούσε να φανερώνει πως το μικρό αυτό εξωκκλήσι ήταν κάποτε μεγαλύτερο. Σήμερα το εκκλησάκι ανήκει στο ρυθμό της επιπεδόστεγης βασιλικής με πρόβολο (κρέμαση) και κτιστά εσωτερικά καθίσματα.
Η παλαιότερη εικόνα του Αγίου είχε σχεδόν εξαφανιστεί από το χρόνο και από την υγρασία. Για το λόγο αυτό κατασκευάστηκε στη δεκαετία του 1960-70 μια νεότερη εικόνα από τον τηνιακό ζωγράφο Πουκαμισά, που απεικονίζει τον κοινοβιάρχη Άγιο Αντώνιο ανάμεσα σε λογής ζώα, σύμφωνα με το βίο του. Όπως παλαιότερα έτσι και σήμερα τελείται η Θ. Λειτουργία μια φορά το χρόνο στη γιορτή του Αγίου (17 Ιανουαρίου). Παλαιότερα υπήρχε και η υποχρέωση να τελείται και μια δεύτερη Λειτουργία, κατά την εορτή του Αγ. Αποστόλου Βαρθολομαίου. Από το υπάρχον, τότε, αμπέλι του χωραφιού (σήμερα είναι βοσκή) προσφέρονταν κρασί στα μέλη της αδελφότητας του Αγ. Αντωνίου στην εορτή του Αγίου. Ένα δεύτερο χωράφι που είχε η εκκλησία, πουλήθηκε για την ανέγερση του νέου ενοριακού ναού, στα 1795.
γ. Άγιος Μιχαήλ, στον Γκντά
Το μικρό αυτό εξωκκλήσι βρίσκεται στην τοποθεσία “Γκντά” ή “Γκουντά”, στη μέση σχεδόν του βουνού “Σιρόχοι”, πάνω από τη λαγκαδιά της Αγιάς. Απ’ το σημείο εκείνο διακρίνεται απέναντι η νοτιανατολική πλευρά του βουνού “Πατέλες”, η Αετοφωλιά και η Κολυμπήθρα. Η εκκλησία είναι κτισμένη μέσα σ’ ένα μικρό χωράφι που σήμερα είναι παραγκαιριά και δεν αποδίδει τίποτα.
Αυτό το εξωκκλήσι είναι ιδιαίτερα παλαιό. Γύρω του είναι εμφανή τα σημάδια άλλων παλαιών κτισμάτων, σπαρμένα από σπασμένα πήλινα δοχεία, και η ιδιόμορφη οικοδομή του φανερώνει πως διαφορετική πρέπει να ήταν πριν από κάποιους αιώνες η εξωτερική του μορφή. Πεποίθησή μου είναι πως το μικρό αυτό εξωκκλήσι ήταν ένα από τα πολλά της περιοχής κατά τη βυζαντινή περίοδο, όταν εκεί ζούσαν ερημίτες, κάποιος από τους οποίους το χρησιμοποιούσε για την προσευχή του. Εκτός από την αμυδρή ανάμνηση κάποιου μόνιμου κατοίκου της περιοχής (αναφέρεται απλώς και μόνο ως “Γκνταδιώτης”), γενικότερη είναι η πεποίθηση πως η περιοχή ήταν κάποτε κατοικημένη, πράγμα που ενισχύεται και από την ύπαρξη πηγών και πολυάριθμων αγροτικών κτισμάτων.
Ο Άγιος Μιχαήλ ανήκει στον αρχιτεκτονικό ρυθμό της επιπεδόστεγης βασιλικής με ιδιαίτερα μεγάλο πρόβολο (κρέμαση), χωρίς παράθυρο (πράγμα που ίσως να συμμαρτυρεί για τη διαφορετική αρχική του μορφή), με κτισμένη κόγχη ιερού, πρόσθετη Αγ. Τράπεζα και κτιστά εσωτερικά καθίσματα για τους πιστούς. Κατείχε πέντε μικρά κτήματα στις τοποθεσίες Καλοράκινο (;), Πέραμα, στη θάλασσα, στον Ξηρόκαμπο και στον Γκντά, που δεν απέδιδαν τίποτα επειδή ήταν βοσκές (παραγκαιριές) και το εξωκκλήσι το συντηρούσε τόσο στις υποχρεώσεις του (1 Λειτουργία το χρόνο την ημέρα της γιορτής του, στις 29 Σεπτεμβρίου), όσο και στην κτιριακή του συντήρηση το ενοριακό ταμείο. Η εικόνα του Αγ. Μιχαήλ είναι πάνω σε μουσαμά, αχρονολόγητη, αλλά πρέπει να κατασκευάστηκε στις αρχές του αιώνα μας από κάποιο λαϊκό ζωγράφο.
Οι υποχρεώσεις της ανέρχονται μόνο σε μια Λειτουργία το χρόνο, που τελείται στην εορτή των Αγίων Αναργύρων (26 Σεπτεμβρίου) και στην οποία συρρέουν όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Τη φροντίδα της εκκλησίας την έχει στις μέρες μας ο Ιωσήφ Αντ. Κρητικός.
Η πρώτη φορά που γίνεται μνεία αυτού του εξωκκλησίου στα έγγραφα του ΑΚΤ είναι η 1η Νοεμβρίου του έτους 1700, οπότε οι κληρονόμοι του Πιέρου Γαβαλά από το Σμαρδάκιτο καταθέτουν στην επισκοπική Γραμματεία ότι οφείλουν να τελούν μια Λειτουργία το χρόνο στην εκκλησία του Αγ. Επιφανίου για την ψυχή του πατέρα τους, ύστερα από υποχρέωση που τους επέβαλε ο ίδιος. Στο κείμενο της δήλωσής τους[4] δεν φαίνεται να είναι ιδιοκτήτες του ναού. Πάντως, στα 1831, ένας απόγονός τους, ο Πέτρος Γαβαλάς, χωρίς και αυτός να φαίνεται ως ιδιοκτήτης, καταγράφει μια σειρά από λεγάτα που έχει υποχρέωση να τελεί στην παραπάνω εκκλησία. Συμπερασματικά, θα πρέπει να πούμε πως η εκκλησία αυτή ανήκε στην οικογένεια Γαβαλά, η οποία και την μετονόμασε σε Άγιο Ιωάννη, όταν εγκατέλειψε μια άλλη ομώνυμη εκκλησία που είχε στα Πλατιά και μετέφεραν μαζί και τις υποχρεώσεις (βλ. παρακάτω).
Στις αρχές του 1982 ο ενοριακός ναός αναγκάστηκε να αναλάβει τη συντήρηση και αυτής της εκκλησίας, με άδεια του τότε Αρχιεπισκόπου Ιωάννη Περρή, επειδή οι κληρονόμοι της εκκλησίας και της περιουσίας της, αφού πούλησαν τη δεύτερη εγκατέλειψαν την πρώτη. Οι τελευταίοι ιδιοκτήτες αναφέρονται ως κάτοικοι του χωριού Κουμάρου.
Η εικόνα του Αγίου είναι χωρισμένη σε δυο επίπεδα: στο επάνω μέρος εικονίζεται η σκηνή του διαλόγου του Ιησού με τη Σαμαρείτισσα (βλ. παρακάτω για τη σχέση της οικογένειας Γαβαλά με την εκκλησία της Αγ. Φωτεινής) και στο κάτω μέρος οι τέσσερις Ευαγγελιστές. Η εικόνα είναι ζωγραφισμένη από λαϊκό ζωγράφο πάνω σε μεταλλική επιφάνεια, πιθανότατα το 1827.
ζ. Άγιος Θωμας, στο χωριό
Και αυτή η εκκλησία αναφέρεται ανάμεσα σε εκείνες που ανήκαν στον ενοριακό ναό και βρισκόταν κτισμένη μέσα στο χωριό του Σμαρδάκιτου. Δεν αναφέρεται σε κανένα έγγραφο ότι μπορεί να είχε παλαιότερα ιδιώτη κτήτορα, αν και οι κληρονόμοι του Πέρου Γαβαλά, κατά δήλωσή τους, είχαν υποχρέωση να τελείται σ’ αυτήν μια Λειτουργία κάθε χρόνο, στη γιορτή του Αγ. Θωμά (τότε στις 21 Δεκεμβρίου) και να μοιράζουν ως ελεημοσύνη στους ενορίτες, την ίδια μέρα, 14 μπουκάλια κρασί. Αυτές τις υποχρεώσεις τις είχε θεσπίσει ο πατέρας τους, ο Πέρος Γαβαλάς, για την ψυχή του[5]. Η ενορία κατείχε δυο χωράφια, που ιδιοκτήτης ήταν η εκκλησία του Αγ. Θωμά και είχε υποχρέωση να τελεί μια Λειτουργία το χρόνο.
Όπως προαναφέρθηκε, την εκκλησία αυτή την κατεδάφισαν οι ενορίτες για να χρησιμοποιήσουν τις πέτρες στην ανοικοδόμηση του νέου τους ενοριακού ναού. Μετέφεραν, όμως, τις υποχρεώσεις των λεγάτων στο κεντρικό ιερό Βήμα της νέας εκκλησίας, όπου απεικόνισαν, κοντά στον Άγιο Αντώνιο και τον Απόστολο Θωμά, που κρατά τη λόγχη του μαρτυρίου του.
Η Πλακιανή είναι μια αγροτική τοποθεσία που βρίσκεται λίγο πριν την Καρδιανή. Την πρώτη φορά που συναντούμε αναφορά στην εκκλησία της Αγίας Φωτεινής είναι στα 1652, στη διαθήκη του Γιώργη Πιπέρη, στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί πιο πάνω. Είναι χαρακτηριστικό πως αναφέρεται ως “Αγία Φωτιά”, αλλά δεν είναι σπάνιο το γεγονός, αφού απαντάται η Αγία Φωτεινή, με αυτή την ονομασία, σε πολλά μέρη της Ελλάδας και ιδιαίτερα στα νησιά, εκεί όπου υπάρχουν εκκλησίες αφιερωμένες στο όνομά της (Κρήτη, Χίος, Λέσβος). Συγκεκριμένα, ο Γ. Πιπέρης κατείχε στην περιοχή της Αγ. Φωτεινής μια αλωνίστρα (= ο χώρος όπου βρισκόταν το αλώνι), την οποία κληρονομούσε, εφ’ όρου ζωής στη σύζυγό του Μαρία και μετά θα την κληρονομούσε ο Πέτρος Ρήγος του ποτέ Νικόλα. Σ’ αυτόν ανέθετε την υποχρέωση να τελεί μια Λειτουργία κάθε χρόνο, τόσο ο ίδιος όσο και οι κληρονόμοι του μελλοντικά. Παρόλο που δεν αναφέρεται ως τοποθεσία της εκκλησίας η Πλακιανή, στον κωδίκελλο της διαθήκης (24 Νοεμβρίου 1656) υπάρχει η απαραίτητη διευκρίνηση, όταν αφήνει “στον Γιώργη Σκλάβο, ένα κτήμα που βρίσκεται στην Πλακιανή, συνορεύει η Αγ. Φωτιά και η Μαρίνα η αδελφή μου του νοταρίου. Επίσης ορίζει ότι αυτός ο Γιώργης πρέπει να δίνει από τους καρπούς του κτήματος για να γίνεται μια Λειτουργία στην παραπάνω Αγία Φωτιά”.
Η δεύτερη μνεία της εκκλησίας της Αγ. Φωτεινής προέρχεται από τον ιδιοκτήτη της, τον ιερέα Πρε Πιέρο Φιλιππούζο, ο οποίος τη δήλωσε στη Γραμματεία της Επισκοπής της Τήνου, μαζί με την περιουσία, προίκα της εκκλησίας, την 1η Νοεμβρίου του έτους 1700[6]. Ο ιερέας Π. Φιλιππούσης κατέχει μια παραγκαιριά και ένα χωράφι στην τοποθεσία Πλακιανή, δίπλα στην εκκλησία, και είναι υποχρεωμένος να τελεί 20 Λειτουργίες το χρόνο, σε όποια εκκλησία θέλει και όποτε θέλει, αλλά τρεις απ’ αυτές στην Αγία Φωτεινή.
Όταν η περιοχή της Πλακιανής εγκαταλείφθηκε σιγά-σιγά από τους Σμαρδακιανούς, η εκκλησία ως ιδιωτική που ήταν (αναφέρεται στις εκθέσεις των εφημερίων) εγκαταλείφτηκε από τους ιδιοκτήτες της και ερήμωσε. Όπως σημείωσε στον “Κώδικα” της ενορίας, την 1η Αυγούστου 1834 ο επίσκοπος της Τήνου Γεώργιος Γαβινέλλης έδωσε εντολή να μεταφερθεί η εικόνα της Αγίας στο χωριό, στην εκκλησία του Αγ. Σιλβέστρου και να γίνεται εκεί η Λειτουργία-λεγάτο που όφειλε να τελεί η ενορία.
Στην εκκλησία της Αγ. Φωτεινής είχαν υποχρέωση να τελούν οι κληρονόμοι του ποτέ Πέτρου Δασύρα μια Λειτουργία, στο διηνεκές, την ημέρα της εορτής των Αγ. Αποστόλων Πέτρου και Παύλου (μήπως από υποχρέωση που κληρονόμησαν από τον Πρε Πιέρο Φιλιππούζο οι πρόγονοί τους;) “και να μοιράζουν έξω από την εκκλησία της Αγ. Φωτεινής ένα ψωμί και ένα δοχείο κρασί. Η Λειτουργία αυτή έπρεπε να γίνεται στην Αγ. Φωτεινή, αλλά τώρα γίνεται εδώ στον Αγ. Σίλβεστρο, έξω από το χωριό” (Κώδικας).
Όπως και σε άλλο σημείο έχουμε γράψει[7], η εκκλησία αυτή παρέμεινε ερειπωμένη μέχρι το 1963-64, οπότε την ανοικοδόμησε και πάλι, εκ θεμελίων η ορθόδοξη Αδελφότητα των Τηνίων Καρδιανιωτών “Η Αγία Τριάς”, όπου και τελεί τη Θ. Λειτουργία κάθε χρόνο την Κυριακή της Σαμαρείτιδος.
Το όνομα “Κιουρά” αποδίδεται από τους καθολικούς της Τήνου στην Παναγία και σ’ εκείνους τους ναούς της που είναι αφιερωμένοι στο Γενέθλιό της (8 Σεπτεμβρίου)[8]. Λέγεται “Κάτω -”, πιστεύω, σε σχέση με την εκκλησία της Κυράς Θεοτόκου που βρίσκεται κτισμένη σε υψηλότερο σημείο του βουνού, έστω και από την άλλη πλευρά. Και η Κυρά Θεοτόκος, που ανήκει σήμερα στην Ι. Μονή Κεχροβουνίου, κάποια στιγμή (αρχές του 18ου αιώνα) βρισκόταν σε σχέση με το Σμαρδάκιτο, όπως φανερώνει δήλωση της Μαριέττας χήρας Γεωργίου Κυνηγού, μητέρας των ιδιοκτητών της εκκλησίας στις 27 Νοεμβρίου 1700[9].
Η Κάτω Κιουρά δεν ήταν ποτέ ενοριακή, αλλά πάντα ιδιόκτητη. Ως πρώτοι γνωστοί ιδιοκτήτες της αναφέρονται στα 1772 “οι κύριοι Περπινιάνη”, μια από τις σημαντικότερες οικογένειες της Τήνου κατά τη διάρκεια της βενετοκρατίας, οι οποίοι, όμως, την είχαν εγκαταλείψει και από ευλάβεια τη συντηρούσαν, χωρίς υποχρεώσεις ή πλεονεκτήματα ο Γεώργιος Πρασάκης (πιθανότατα παρωνύμιο και όχι οικογενειακό επίθετο) και η Αννέζα Μουγκέτη. Στα 1784 αναφέρεται ο ενορίτης Μάρκος Κρητικός του Πέτρου να έχει υποχρέωση να τελεί εκεί μια Λειτουργία το χρόνο, από οικογενειακό λεγάτο και ένα αιώνα αργότερα φαίνεται ιδιοκτησία αυτής της οικογένειας, αφού ως ιδιοκτήτρια πλέον, στα 1867, φαίνεται η Άγγελα Κρητικού. Φαίνεται πως η οικογένεια προίκισε την εκκλησία με ένα χωράφι στο Μύλο, και κάποιο μέλος της θέσπισε ως υποχρέωση να ανάβει το καντήλι κάθε σαββατόβραδο και τελεί μια Λειτουργία κάθε 8 Σεπτεμβρίου, στην ημέρα της γιορτής της.
Σημερινή ιδιοκτήτρια είναι η ενορίτισσα του Σμαρδάκιτου κ. Ελένη Καυκαλά, που τηρεί την ίδια υποχρέωση ακόμα. Η εκκλησία αυτή είναι ιδιαίτερα αγαπητή σε όλους τους ενορίτες και παρά το γεγονός ότι είναι ιδιόκτητη, με τη βοήθεια όλων των ενοριτών ανακαινίστηκε πριν μερικά χρόνια, όπου τελείται η Θ. Λειτουργία με την απαγγελία του Αγ. Ροδαρίου κατά το μήνα Μάιο. Την εικόνα και το ξύλινο ιερό Βήμα φρόντισε η οικογ. Μιχαήλ Γιαννησόπουλου και Μαίρης Δαβερώνη.
Η εκκλησία αυτή ιδρύθηκε στα 1626-27 από τον Πιέρο Γαβαλά του ποτέ Κομνηνού στα Πλατιά, στην τοποθεσία “Φασ(ου)λάς”.
Ο Πιέρος Γαβαλάς φαίνεται ότι ήταν μόνιμος κάτοικος του χωριού Πλατιά, και σίγουρα καθολικός. Η έλλειψη καθολικής εκκλησίας στην περιοχή, όπου να εκτελεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα, τον οδήγησε στην απόφαση να οικοδομήσει ο ίδιος μια, μέσα στα κτήματά του στα Πλατιά. Ζήτησε, για το σκοπό αυτό την απαραίτητη άδεια ανοικοδόμησης της εκκλησίας από τις πολιτικές βενετικές αρχές του τόπου και στη συνέχεια ζήτησε άδεια από τον Επίσκοπο (τότε ήταν Επίσκοπος ο Νικόλαος Ρήγος) να πηγαίνει ένας καθολικός ιερέας για να τελεί τη Θ. Λειτουργία στην εορτή του Αγ. Ιωάννη (μάλλον του Προδρόμου και όχι του Θεολόγου). Για τη συντήρηση της εκκλησίας, ο ιδρυτής της την προίκιζε με το μισό από τα εισοδήματα πέντε κτημάτων του, σε διάφορα σημεία του νησιού (στη Λιβάδα στα Δυο Πηγάδια, δυο χωράφια στη θέση Αρκοπά στην Οξωμεριά, το χωράφι που βρισκόταν η εκκλησία, και στην Αχλάδα στην περιοχή του Κάμπου). Με την αίτησή του, ο Π. Γαβαλάς δίνει το δικαίωμα στον εκάστοτε Επίσκοπο να αφαιρεί την εκκλησία και την προίκα της από τους μελλοντικούς του απογόνους, σε περίπτωση που αυτοί δεν εκτελούν την επιθυμία του, δηλ. να τελούν αυτή τη Θ. Λειτουργία που ο ίδιος είχε ορίσει.
Για άγνωστο σε μας λόγο, το Νοέμβριο του 1700 οι κληρονόμοι του βρίσκονται να κατοικούν στο Σμαρδάκιτο. Και από εκεί δηλώνουν πως κατέχουν την εκκλησία στα Πλατιά, όπου οφείλουν να τελούν 3 Λειτουργίες το χρόνο. Απ’ ότι φαίνεται, τις δυο επιπλέον Λειτουργίες τις συνέστησε ο Π. Γαβαλάς με τη διαθήκη του, που δεν την έχουμε. Έχουν, επίσης αλλάξει και τα κτήματα της “προίκας” της εκκλησίας, άγνωστο από ποιόν.
Η μόνιμη εγκατάσταση των κληρονόμων του Π. Γαβαλά στο Σμαρδάκιτο τους αποξένωσε σιγά-σιγά από τα Πλατιά και από την περιουσία που κατείχαν εκεί. Έτσι, στις αρχές του 1800 ο Πέτρος Γαβαλάς του ποτέ Μάρκου απευθύνεται στον τότε Επίσκοπο και του ζητά την άδεια να πουλήσει τα δυο κομμάτια χωράφι που κατέχει ακόμα η εκκλησία στα Πλατιά και να πουλήσει μαζί και την εκκλησία, σε κάποιον κάτοικο των Πλατιών και, εμμέσως, να επιτραπεί η μετατροπή της σε ορθόδοξη, πράγμα, που όπως λέει ο ίδιος, έχει ήδη γίνει. Δεν έχουμε καμιά πληροφορία για την απάντηση του Επισκόπου στο συγκεκριμένο αίτημα. Αν κρίνουμε από το γεγονός ότι το εκκλησάκι αυτό δε μνημονεύεται πια ανάμεσα στις εκκλησιές των ενοριτών του Σμαρδάκιτου, φαίνεται πως το αίτημα έγινε αποδεκτό. Ο Πέτρος Γαβαλάς του Μάρκου υποσχόταν να αντικαταστήσει τα κτήματα που θα πουλούσε στα Πλατιά με άλλα που θα αγόραζε στο Σμαρδάκιτο και να εικονογραφήσει μια εικόνα του Αγίου Ιωάννη και να την τοποθετήσει στην ενοριακή εκκλησία του Σμαρδάκιτου, όπου και θα εκτελούσε τις υποχρεώσεις που ήταν επιφορτισμένος να εκτελεί. Αν κρίνουμε από το γεγονός ότι τέτοια εικόνα δε βρίσκεται στην εκκλησία του Σμαρδάκιτου, αλλά ούτε και καταγράφονται υποχρεώσεις αυτής της οικογένειας, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι το αίτημα δεν έγινε δεκτό και πως όλα σιγά-σιγά ξεχάστηκαν.
Πάντως, στα 1828 που συντάχθηκε ο επίσημος κατάλογος των ορθόδοξων εκκλησιών της Τήνου από τον τότε Μητροπολίτη Γαβριήλ, στην ενορία των Πλατιών καταγράφτηκε ανάμεσα στις εκκλησίες του χωριού και ο “Πρόδρομος, του Φασουλά” με ιδιοκτήτη τον Βασίλειο Σαρρή. Στην απογραφή των εκκλησιών του 1974, ιδιοκτήτης της εκκλησίας αναφέρεται ο Γεώργιος Μαλακατές[10].
Ο ίδιος Πέτρος Γαβαλάς, δήλωσε στα 1831 τις υποχρεώσεις που είχε να εκπληρώνει κάθε χρόνο, σε τέλεση Λειτουργιών στην εκκλησία του Αγ. Ιωάννη του Ευαγγελιστή στο Σμαρδάκιτο, αλλά δεν είναι οι υποχρεώσεις της εκκλησίας των Πλατιών, διότι δε γίνεται καμιά μνεία για Λειτουργία στην εορτή του Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου.
Να πούμε για την οικογένεια Γαβαλά, ότι ο Πέρος Πετεινός Γαβαλάς πέθανε στις 9 το πρωί της 4 Μαρτίου 1836 (όπως σημειώνει ο κατάλογος των θανάτων στον “Κώδικα” της εκκλησίας), αφήνοντας δυο παιδιά, τον Φραγκίσκο και τον Μάρκο. Ο Μάρκος ή πέθανε νωρίς ή αναχώρησε από το χωριό, ενώ ο Φραγκίσκος παντρεύτηκε και χήρεψε και πέθανε τον Ιανουάριο 1870), έχοντας ένα γιο που τον έλεγαν Ιωάννη. Ο Ιωάννης Πετεινός Γαβαλάς μετανάστεψε στη Σμύρνη, απ’ όπου ήρθε η πληροφορία ότι πέθανε μέσα στον Νοέμβριο/Δεκέμβριο του 1877. Δε γνωρίζουμε αν άφησε απογόνους. Ο Πέρος Πετεινός Γαβαλάς είχε και δυο αδελφές: την Αννέζα που δεν παντρεύτηκε (πέθανε μετά τις 28 Σεπτεμβρίου 1806, ημερομηνία στην οποία συντάχθηκε η διαθήκη της[11]) και την Μαρίνα, που παντρεύτηκε και απέκτησε δυο παιδιά, κατά πάσα πιθανότητα στον Κάμπο. Έτσι έσβησε η παρουσία της οικογένειας Γαβαλά στο Σμαρδάκιτο και έμειναν να μαρτυρούν την ύπαρξή της τα έγγραφα στα οποία αναφερθήκαμε και το τοπωνύμιο “Στου Πετεινού το Λαγκάδι” που βρίσκεται δίπλα στο χωριό.
Η τοποθεσία αυτή βρίσκεται ανάμεσα στο Σμαρδάκιτο και στα Λουτρά. Λιγοστές είναι οι πληροφορίες που έχουμε γι’ αυτή, τη σήμερα εγκαταλειμμένη και σχεδόν ερειπωμένη εκκλησούλα. Είναι παλαιότερη από το 1772, οπότε τη βρίσκουμε καταγραμμένη για πρώτη φορά στην έκθεση του εφημερίου του Σμαρδάκιτου, ο οποίος μας πληροφορεί πως δεν έχει ιδιοκτήτη, αλλά από ευλάβεια τη συντηρεί και τη λειτουργεί ο Ζάννης Φώσκολος. Φαίνεται πως ο ίδιος ή κάποιος άλλος την προίκισε με δυο κτήματα και ίδρυσε ένα λεγάτο, επειδή στα 1827 τη βρίσκουμε αυτή την υποχρέωση να την κατέχει η Νικολέττα Φιοράντη. Από τότε παραμένει στην ιδιοκτησία αυτής της οικογένειας.
Η εκκλησία παρέμεινε έρημη και εγκαταλειμμένη και σχεδόν έχει ερειπωθεί, λόγω του ότι η τοποθεσία, μετά τις πλημμύρες του 1976, κατάντησε να είναι σχεδόν απρόσιτη. Την ανακαίνισε με ίδια έξοδα και κόπους ο Μάριος Αντ. Φώσκολος, ο οποίος κάθε χρόνο φροντίζει για την τέλεση μιας Θ. Λειτουργία, ως προσωπικό λεγάτο.
λ. Άγιος Μιχαήλ, στο χωριό
Το εξωκκλήσι του Αγ. Μιχαήλ στο χωριό αναφέρεται μιας εξαρχής ως ιδιωτικό. Βρίσκεται κοντά στην είσοδο του χωριού, κτισμένο μέσα σε ιδιωτικό κτήμα. Η πρώτη φορά που το συναντούμε στα έγγραφα, είναι το 1642, στην Έκθεση του επισκόπου Νικ. Ρήγου προς τη Ρώμη. Εκεί, εκτός από την ύπαρξη της εκκλησίας, ο επίσκοπος μας πληροφορεί πως τα εισοδήματά της ανέρχονται σε 6 ρεάλια το χρόνο.
Η επόμενη φορά που γίνεται αναφορά στο εξωκκλήσι αυτό είναι από τον Γιώργο Πιπέρη, στη διαθήκη του στα 1652, που εκτός από μια Λειτουργία που θεσπίζει κατ’ έτος για την ψυχή του σ’ αυτή την εκκλησία, μας πληροφορεί πως η εκκλησία βρίσκεται κτισμένη μέσα στο ακίνητο του Τζουάννε Ριμόντο. Ο Ριμόντος είναι και ο ιδιοκτήτης; Δε γνωρίζουμε.
Ο πρώτος γνωστός ιδιοκτήτης που αναφέρεται είναι ο Φραγκίσκος Φώσκολος, στα 1772. Μια δεκαετία αργότερα έχουμε την πληροφορία πως ο Φρ. Φώσκολος οφείλει να τελεί κάθε χρόνο τέσσερις Λειτουργίες, από τις οποίες οι τρεις επίσημες και με τη συμμετοχή και άλλων ιερέων, εκτός από τον λειτουργό εφημέριο του χωριού. Οι υποχρεώσεις τους ήταν οι εξής:
Μια Λειτουργία ψαλτή τη δεύτερη μέρα της Πεντηκοστής με δυο ιερείς και να δώσουν μισό ρεάλι στον εφημέριο που θα είναι σ’ αυτό το χωριό του Σμαρδάκιτου και ένα τέταρτο σε ένα άλλο ιερέα και αν υπάρχει και ένας διάκος άλλο ένα τέταρτο και να τους δώσουν να γευματίσουν όλοι και να φροντίσουν να λεχθεί το Αγιότατο Ροδάριο από τους χωρικούς και τις γυναίκες εκείνο το πρωί και να του φέρουν να φάνε ό,τι νομίσουν στην Εκκλησία.
Μια Λειτουργία στον Αγ. Μιχαήλ ψαλτή με τρεις ιερείς τη μέρα του Αγ. Μιχαήλ 29 Σεπτεμβρίου.
Μια Λειτουργία απλή στον Αγιο Ιωάννη Ευαγγελιστή στις 27 Δεκεμβρίου.
Επίσης μια άλλη Λειτουργία στον Ευαγγελισμό της Παναγίας και μη μπορώντας να βρεθούν ιερείς εκείνη τη μέρα οφείλουν να την τελούν μία άλλη μέρα μέσα σ’ εκείνη την εβδομάδα.
Επίσης μια άλλη τη μέρα των Αγ. Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στις 29 Ιουνίου, με την υποχρέωση να ανάβουν το καντήλι σ’ αυτή την Εκκλησία κάθε Σάββατο βράδυ και όλες τις γιορτές των προαναφερόμενων αγίων.
Επίσης δυο λειτουργίες για το χωράφι του Σαραντά. Τη μια στις 15 Αυγούστου, στη Μετάσταση της Παναγίας και την άλλη στη Γέννηση του Κυρίου μας.
(Οι Λειτουργίες αυτές τώρα επιβαρύνουν την Ελένη Νταμπουράκη)
Επίσης μια Λειτουργία για το χωράφι στο Λάκκο, μέχρι δυο άτομα.
Επίσης μια Λειτουργία στη γιορτή του Αγ. Φραγκίσκου της Ασσίζης, για τον νεκρό Φραγκίσκο Φώσκολο, για τις αυξήσεις που έκανε στα λεγάτα του Αγ. Μιχαήλ, δηλ. μέχρι σε τρία άτομα.
Εγώ Ιωάννης Ριμόντος και εφημέριος αντέγραψα αυτές τις υποχρεώσεις από τις διαθήκες.
Ο Δον Ιωάννης Ριμόντος, που σημείωσε τα πιο πάνω στον “Κώδικα” της ενορίας, ήταν εφημέριος στο Σμαρδάκιτο προς το τέλος του 18ου αιώνα, μετά τον Φραγκίσκο Φώσκολο. Διαβεβαιώνοντάς μας ότι η Ελένη Νταμπουράκη (=Ελένη Δασύρα) είναι εκείνη που οφείλει να τελεί τις Λειτουργίες, φαίνεται πως η εκκλησία πέρασε από την οικογένεια Φωσκόλου στην οικογένεια Δασύρα, που την κράτησε πάνω από ένα αιώνα. Στην ίδια οικογένεια των Ταμπουράκηδων (Δασύρας) πρέπει να ανήκε εκείνη η φραγκισκανίδα καλόγρια “του σπιτιού” στο Σμαρδάκιτο, που φαίνεται ως ιδιοκτήτρια του ναού στα 1827, και η οποία εκτελούσε τα συσσωρευμένα λεγάτα. Πολύ πιθανό, απ’ αυτή την καλόγρια να πέρασε η εκκλησία στον συγγενή της Ιωάννη Δασύρα, που εμφανίζεται στα 1867 ως ιδιοκτήτης.
Όλα αυτά τα λεγάτα έχουν μοιραστεί σε πολλές οικογένειες μέσα στον αιώνα που ακολούθησε. Έτσι είναι αρκετές εκείνες οι οικογένειες, με διάφορα επώνυμα, που οφείλουν να τελούν τις υποχρεώσεις (συχνά δυσβάσταχτες) που όρισαν οι πρόγονοί τους. Η Εκκλησία ανήκει σήμερα στον κ. Μάριο Κρητικό, που φροντίζει για την τέλεση μιας ετήσιας Θ. Λειτουργίας.
Το εξωκκλήσι είναι επιπεδόστεγη βασιλική με ιδιαίτερα μεγάλη κρέμαση στους τοίχους και αρκετά μεγάλο για εξωκκλήσι, διπλάσιο σε μήκος από τα άλλα της περιοχής. Από τα τούβλα που χρησιμοποιήθηκαν μαζί με τις πέτρες της περιοχής για να κτιστεί, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως το εκκλησάκι προέρχεται από τα βυζαντινά χρόνια.
Ο μεγάλος ευεργέτης (ίσως και ιδιοκτήτης) ήταν ο γνωστός μας πλούσιος Σμαρδακιανός Γιώργης Πιπέρης, που την προίκισε (1652) με μια σειρά από χωράφια, με τα έσοδα των οποίων μπορούσε όχι μόνο να συντηρηθεί το εξωκκλήσι, αλλά και να αγοράσει τα ιερά σκεύη και άμφια και να βοηθά ακόμα και αυτό τον ενοριακό ναό του Σμαρδάκιτου. Αυτό φαίνεται από τη δήλωση του Μαθιού Πιπέρη του ποτέ Ζάννε από τα Λουτρά, της 24ης Νοεμβρίου 1700[13]. Ο Μαθιός Πιπέρης πρέπει να ήταν ένας από τους συγγενείς του Γιώργου Πιπέρη (όπως το μαρτυρεί το όνομα και το επώνυμό του), και ίσως να βρισκόταν παντρεμένος στα Λουτρά. Αυτός κατείχε 9 κτήματα, ιδιοκτησίας του εξωκλησιού, με πολύ λίγες υποχρεώσεις.
Το εξωκκλήσι άλλαξε πολλούς ιδιοκτήτες μέχρι την εποχή μας, οι οποίοι κατοικούσαν σε διάφορα χωριά της περιοχής. Τελικά κατέληξε να βρεθεί έρημο και εγκαταλειμμένο από τους ανθρώπους, που είχαν πουλήσει την περιουσία του. Πριν μερικά χρόνια ανέλαβε την προστασία του και την ιδιοκτησία του, χωρίς κανένα ακίνητο ή κινητό περιουσιακό στοιχείο, ο αείμνηστος Σμαρδακιανός Γιάννης Φώσκολος, πρόεδρος του Συλλόγου των Σμαρδακιανών της Αθήνας και ιδρυτής του ΧΟΡΕΛΠΟΤ, ο οποίος και ανέλαβε από μόνος του να τελεί μια Θ. Λειτουργία το χρόνο, από ευλάβεια, όπως θα έγραφαν στις Εκθέσεις τους οι παλαιοί εφημέριοι. Έτσι, χάρη στη γενναιοδωρία του σώθηκε αυτό το ιστορικό κειμήλιο και μνημείο της περιοχής, που δεν υπαγόταν (σημειωτέον) στην ενορία του Σμαρδάκιτου, αλλά του Κάμπου.
[1] Ο πάπας Σιλβέστρος ή Σίλβεστρος έζησε στο τέλος του 3ου αι. μ.Χ. και στις αρχές του 4ου (+ 335). Βρισκόταν στον παπικό θρόνο όταν ο Μεγ. Κωνσταντίνος συγκάλεσε την πρώτη οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Μ. Ασίας και στην οποία εκπροσωπήθηκε. Είναι η μόνη εκκλησία στην Τήνο που είναι αφιερωμένη στο όνομά του. Η Καθολική Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του στις 31 Δεκεμβρίου και η Ανατολική στις 2 Ιανουαρίου.
[2] Και στα Βιβλία Θανάτων του ΑΚΤ, όπου καταγράφονταν οι νεκροί όλων των ενοριών, σημειώνεται πως οι νεκροί θάβονταν στους ενοριακούς ναούς.
[3] Ο Άγιος Επιφάνιος ήταν επίσκοπος Σαλαμίνας της Κύπρου (315-405). Αναφέρεται ως Πατέρας της Εκκλησίας και λόγω του μεγάλου συγγραφικού του έργου. Στην Τήνο δεν αναφέρεται άλλη εκκλησία αφιερωμένη στο όνομά του. Αυτό ίσως να είναι και μαρτυρία για την αρχαιότητά της.
[4] ΑΚΤ, κωδ.4, φ.11.
[5] ΑΚΤ, κωδ 4, φ.11.
[6] Βλ. τη δήλωση στο Παράρτημα των εγγράφων, 8.
[7] π. Μάρκος Φώσκολος, «Η ιστορία των εκκλησιών της Τήνου», εφημ. Κυκλαδικόν Φως, φ.324-328 (Ιούνιος-Οκτώβριος 1975). Όσα είχα γράψει από τότε δεν διαψεύστηκε κάτι με αποδείξεις. Όσα δημοσιεύουμε και εδώ επιβεβαιώνουν πλήρως και όλα εκείνα. Τα σχετικά έγγραφα στα οποία παραπέμπουμε, είχαν εκτεθεί στα 1995 σε δημόσια έκθεση ιερών κειμηλίων και εγγράφων στην ενορία του Σμαρδακίτου, ώστε να μπορέσει να τα δει όποιος τυχόν αμφέβαλλε.
[8] Έχουμε το παράδειγμα της Κιουράς Καρδιανής, της Κιουράς των Αγγέλων (Ποταμιά), της Κάτω-Κιουράς και της Κιουράς στα Υστέρνια (που ανήκε στην πρώην καθολική ενορία αυτού του χωριού). Οι ορθόδοξοι χρησιμοποιούν τον τίτλο ή Κυρία ή Κυρά. Οι καθολικοί διατηρούν ακόμα την αρχαιοπρεπή βυζαντινή προφορά του “υ”ως κλειστού.
[9] ΑΚΤ, κωδ.4, φ. 57v. Σύμφωνα με αυτή τη δήλωση η εκκλησία της Κυράς Θεοτόκου, κτισμένη στους Ρόχους, έχει 5 χωράφια (2 στους Ρόχους, στο Βρυσί, στην Απηγανιά και στο Στροφό) και άλλες δυο εκκλησίες κτισμένες σε μεσοτοιχία μαζί της. Οι πλαϊνές αυτές εκκλησίες είναι αφιερωμένες στην Αγ. Τριάδα και στον Άγ. Ιωάννη τον Πρόδρομο. Η Κυρά Θεοτόκος έχει υποχρέωση να τελεί 12 Λειτουργίες το χρόνο και ένα πανηγύρι στις 15 Αυγούστου. Η μητέρα των ιδιοκτητών δήλωσε ότι είναι κάτοικος Σμαρδακίτου. Πρέπει να θεωρηθεί ότι και τότε η εκκλησία αυτή ανήκε σε ορθόδοξους ιδιοκτήτες, αφού δεν αναφέρεται σε καμιά από τις εκθέσεις των εφημερίων του Σμαρδάκιτου.
[10] Γεώργιος Δώριζας, Οι εκκλησίες και τα προσκυνήματα της Τήνου, εκδ. Τήνος, Αθήναι, χ.ε., σ. 38 και 60.
[11]Βλ Παράρτημα εγγράφων, αρ. 14.
[12] ”Στο Κάτω Σμαρδάκιτο, προς τον Άγιο Γεώργιο στο Ξυλομαχαίρι, κάτω από τον Πέτρο Δελλατόλα, κοντά στον Γιαννούλη Δελλασούδα” λέει το έγγραφο εκείνου του έτους για να περιγράψει ένα χωράφι του φέουδου της καθολικής επισκοπής της Τήνου, που βρισκόταν στην περιοχή, βλ. π. Μάρκος Φώσκολος, «Το “φέουδο” της Λατινικής Επισκοπής της Τήνου», σ. 288.
[13] ΑΚΤ, κωδ. 4, φ. 40. Βλ. Παράρτημα εγγράφων, αρ. 9.
Τμήμα από το βιβλίο Μικρή Ιστορία του Σμαρδακίτου Της Τήνου. του π. Μάρκου Φώσκολου
Τμήμα από το βιβλίο Μικρή Ιστορία του Σμαρδακίτου Της Τήνου. του π. Μάρκου Φώσκολου